Τ’ άστρα βροντάνε στο μέτωπό σου, τ’ άλογα χάνονται μέσα στη γη, τα όνειρα βαστάνε το σφυγμό σου, τα βήματά σου διώχνουν τη σιωπή. Πύργοι γεννιούνται στην ανατολή. Πρέπει να σεβαστείς το μυστικό που σου ’στειλαν οι ναυαγοί μεσ’ απ’ το πράσινο νερό
Τα ίδια και τα ίδια και ξανά τα ίδια και φτου κι από την αρχή- Τα ίδια πράματα τα ίδια λόγια οι ίδιοι δρόμοι οι ίδιοι άνθρωποι οι ίδιες φάτσες οι ίδιοι χρόνοι – δεν αλλάζουν με κανένα τρόπο. Το ίδιο τροπάρι –τα ίδια λόγια, τα ίδια χρώματα τα ίδια πατώματα και αυτοί που τα πατάνε οι ίδιοι. Τα ίδια καθίσματα τα ίδια τραπέζια – και όπου κάθονται, τα ίδια πίνουν – τα ίδια λένε και τα ίδια γράφουνε και ξαναγράφουνε και για ν’ αλλάξουν λιγάκι πάλι, στα ίδια και τα ίδια και τα ίδια συζητάνε και τα ίδια θέματα τα ξανασυζητάνε – και στα ίδια μέρη διαφωνούνε και στα ίδια συμφωνούν – κι αλίμονο το ίδιο πλοίο παίρνουν και από τον ίδιο φάρο πλέουν και στο ίδιο λιμάνι φτάνουν..Στην ίδια γη ζεσταίνονται στον ίδιο ήλιο στο ίδιο σύστημα το ηλιακό του ίδιου κόσμου –του επιμέρους- μέσα στο ίδιο σύμπαν απάνω στην ίδια τροχιά του και με την ίδια πάντοτε αυξανόμενη ταχύτητα, ίδιο τέλος της αρχής, της ίδιας πάντοτε αρχής το τέλος, το ίδιο ιδιαίτερο, το ιδιαίστατο, το ανάλλαχτο – κι ανάμεσα πάλι τα ίδια, οι ίδιες σαχλαμάρες κι οι ίδιες εξυπνάδες, οι ίδιες επιτυχίες και αποτυχίες τα ίδια παράπονα, τα ίδια πηγαινέλα – τα πινέλα, τα μπουγέλα κι οι ίδιοι παράφρονες οι άσωτοι και οι άφρονες τα ίδια καταχθόνια πράγματα και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια...
ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΠΟΙΗΜΑΤΑ-1 (1944-1964, Εκδόσεις Ύψιλον)
Υπάρχουν φαίνεται πολλές κι αντίμαχες πληροφορίες για την υπόστασή μου
Οι ζωγράφοι με ζωγραφίζουν, οι τροβαδούροι με τραγουδάνε
Τα ραδιόφωνα με βρίζουν, οι σοφοί με παρακολουθούνε
Με θεόρατα τηλεσκόπια να βασανίζω τη νύχτα να οργώνω τ’ αστέρια
Και τα μικρά παιδιά με φαντάζονται με τη χρυσή μου πανοπλία
Να τριγυρίζω σιωπηλός τον κόσμο.
Μα έξω στους δρόμους ο λαός περιμένει τους αστρολόγους
Σ’ αυτούς έχει τυφλή εμπιστοσύνη, αυτοί θα αποφασίσουν αν υπάρχω
Αν αξίζει τον κόπο να γίνουν ετοιμασίες, αν πρέπει τελικά να ’ρθουν να με χτυπήσουν.
Όμως εγώ γι’ αυτούς που θα ’ρθουν να πολεμήσουν εδώ σ’ αυτές τις ακρογιαλιές
Εγώ γι’ αυτούς με τα καράβια και τις ασπίδες, έχω κι άλλες πολλές ατέλειωτες ακρογιαλιές
Για τον ανίκητο στρατό τους, έχω κι άλλες πλουσιότερες χώρες
Για τους μεγάλους στρατηγούς έχω κι άλλες πορείες μάχες κι ελιγμούς
Θα τους αφήσω να προχωρήσουν να νικήσουν φανταστικούς εχτρούς
Να μπούνε με τ’ άλογα με τ’ άρματα και τα σπιρούνια στις βαθιές και βροχερές κοιλάδες να βυθιστούνε
Κι όταν αυτοί θα καταχτήσουν τις λίμνες θα συναντήσουν τα ποτάμια
Και τότε θα βγω να τους μιλήσω και τα τους πω πως έχω κι άλλα μεγαλύτερα και βαθύτερα ποτάμια κι ας δοκιμάσουν να τα περάσουν κι αυτά
Κι εσύ ένας αιχμάλωτος τους ονειρεύεσαι και τους θαυμάζεις
Φυλακισμένος στον κρυστάλλινο πύργο μου και λαχταράς να ’ρθουν και να σ’ ελευθερώσουν
Κι όταν θα βλέπεις να πλησιάζουν όταν θ’ ακούς από μακριά ή θα φαντάζεσαι τα βήματά τους
Θα γεννηθούνε μες την καρδιά σου κρίνοι και χελιδόνια.
Για σένανε έχω να δώσω μια συμβουλή: μην ελπίζεις. Ποτέ δεν θα φτάσουν κοντά σου
Καλύτερα να μελετήσεις βαθύτερα την ομορφιά μου κι ίσως αυτό να σε παρηγορήσει.
Εδώ σ’ αυτή τη χώρα ο χειμώνας είναι κι αυτός σαν εσένα ένας μεγάλος φυλακισμένος.
Όσο για κείνους που θα τολμήσουν να μπουν στις έρημες πολιτείες μου
Εκείνοι θα προχωράνε πάντοτε και θα βαθαίνουν στην άγνωστη χώρα
Κι εγώ θα τους γεμίζω βαθιές νοσταλγικές αναμνήσεις
Κι όσο θα προχωράνε θα λιγοστεύω και θα πληθαίνω την απορία τους
Και θα αντικρίζουν πάντοτε καινούργιους πύργους γαλάζιους πυκνούς αστραφτερούς
Και θα ’χω πάντοτε γι’ αυτούς κι άλλες πολλές κι αλλεπάλληλες δυσκολίες
Πουλιά βροχές σεντόνια, παράθυρα καθρέφτες κι αλυσίδες.
Κι εσύ ένα φυλακισμένος θα στοχάζεσαι έναν αγώνα παντοτινό
Θα γεννιέσαι θα μεγαλώνεις και θα πεθαίνεις μελαγχολικός
Κι ανάμεσα σε σένα και σ’ αυτούς που αιώνια θα πλησιάζουν
Όρθιος κι αδυσώπητος, ακίνητος και σκοτεινός θα στέκομαι Εγώ.
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΒΡΙΣ ΜΥΑΛΟ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΠΟΙΗΜΑΤΑ-2 (1965-1974, Εκδόσεις Ύψιλον)
Μ’ έπιασε κάποτε ένα παράξενο συναίσθημα
Όλα μου φαίνονταν στραβά – άνθρωποι ζώα φυτά
Οι σκύλοι μ’ αποφεύγανε με την ουρά στα σκέλια τους
και τα παιδιά με κοίταζαν σαν να ’μουνα ο Εξαποδό
Στον παγοπώλη ζήτησα μια κολόνα πάγο
Με κοίταξε ειρωνικά και μου ’πε άγρια «φεύγα»
«Γιατί» τον ρώτησα «δεν έχει πάγο σήμερα;»
«Μ’ αυτά τα ρούχα που φοράς» μου λέει «δεν έχει τίποτα»
«Τι χάλια είναι αυτά;» μου ’κανε με θυμό ο εισπράκτορας
«Σε τέτοια κατάσταση δεν ανεβαίνουνε στα λεωφορεία»
Και μου ’κλεισε την πόρτα χτυπώντας το κουδούνι
Ο κόσμος με κοίταζε απ’ τα παράθυρα – και ντράπηκα φοβερά-
Δεν ήξερα πού να χωθώ – όπου να πάω σωπαίνανε
Και βγάζαν τα μαντίλια τους και σκούπιζαν τη μύτη τους
Και βήχανε διακριτικά και κοίταζαν αλλού
Τι είχα λοιπόν και φεύγανε σαν να ’μουν μολυσμένος
Έτρεξα σ’ ένα λουτρό δημόσιο να πλυθώ
Όταν με είδε γυμνό ο υπάλληλος στην πόρτα με σταμάτησε
«Δεν σας δεχόμαστε εδώ – πηγαίνετε αλλού παρακαλώ»
Πήγα σ’ ένα νοσοκομείο – να δω αν ήμουν άρρωστος
Ένας γιατρός μ’ εξέτασε κοιτώντας το ρολόι του!
«Είναι αργά και βιάζομαι δεν θα προλάβω να σου πω
Τι έχεις! Ούτως ή άλλως δεν μπορώ εγώ να σε γιατρέψω»
Πήρα τους δρόμους άσκοπα – ταβέρνες καφενεία
Και στα παγκάκια μιας πλατείας με συνέλαβε η αστυνομία
Με κράτησαν σε αυστηρή απομόνωση πριν να μ’ αφήσουν
Και μου ’πανε άλλη φορά να μην το ξανακάνω
Κάτω από μια γέφυρα βρήκα έναν αλήτη
«Τι έχω λοιπόν» τον ρώτησα «και όλοι μ’ αποστρέφονται;»
Με κοίταξε καλά καλά και μου ’πε: «Βρε παιδί μου
Έλα στα συγκαλά σου παράτα τα να μην σε κλείσουν μέσα…»
Στην προκυμαία της θάλασσας πήγα να πέσω να πνιγώ
Σε πύργο ανέβηκα ψηλά για να πηδήξω κάτω
Μα τα πουλιά με είδανε και φύγαν τρομαγμένα –
«Έρχεται» ψιθυρίσανε «ο άνθρωπος χωρίς μυαλό»
Έπιασα το κεφάλι μου μέσα στα δυο μου χέρια –
Ήταν σαν σαπουνόφουσκα – Τα πετεινά είχαν δίκιο
Δεν βάραινε όσο ζύγιζε ένα μικρό φτερό
Από μια τρύπα στο κρανίο μου είδα πως ήταν άδειο
Πήγα για να μου βάλουνε έναν καινούργιο εγκέφαλο
Στο μαγαζί με κοίταξαν μ’ αμηχανία και οίκτο –
«Δεν έχουμε» μου δήλωσαν «για τους κουτούς μυαλά
Ίσως αν βρεθεί κανείς να σας δανείσει λίγο…»
Έψαξα βράδυ και πρωί σε Ανατολή και Δύση
Αυτόν που θα μου δάνειζε λίγο μυαλό καινούργιο
Για να σκεφτώ πιο καθαρά να δω τι θα απογίνω –
Μα κανενός δεν του περίσσευε ίχνος φαιάς ουσίας
Πήγα στην Πόλη την τρανή όπου ’ταν ο Αυτοκράτορας
Με κοίταξαν με του χεριού τα ματογυάλια οι ντάμες
Κι είπανε κρυφά αλλά για να τ’ ακούσω «Δεν είναι
Κακός αγαπητή μου για κείνο που τον θέλουμε – αλλά μυαλό δεν έχει ίχνος»
Και από κεί με διώξανε και πήγα στον Σουλτάνο
Και ο Σουλτάνος πρόσταξε και μου ’φεραν καφέ
Μιλώντας στον Βεζίρη του μ’ εξέταζε πάνω κάτω:
«Όχι δεν είναι, αφέντη μου, σαν κείνους που νομίζεις – δεν έχει ντιπ μυαλό».
Και λίγο έλειψε γι’ αυτό να με κρεμάσουν στ’ άρμπουρο
Ενός καραβιού που έφευγε για το Ηλιοβασίλεμα
Μα ο καπετάνιος διέταξε και μ’ έβαλαν στα σίδερα
«Αν είχα μια σταλιά μυαλό» είπε «δεν θα ’ταν τώρα εδώ»
Στην Κανδαχάρη μ’ έστησαν στο μέγα σκλαβοπάζαρο
Τρεις πριγκηπέσες όμορφες περνώντας μ’ αγοράσαν
Να τις υπηρετώ να τρώνε και να πίνουν κι ό,τι θέλουν
Ώσπου να καταλάβω μου ’δωκαν πως δίχως νου δεν μ’ ήθελαν
Τρία λιοντάρια ζύγωσαν κοντά μου να με φάνε
Και πίστεψα πως ήρθε πια η τελευταία μου ώρα
Μα μόλις με μυρίσανε μούγκρισαν και πήραν δρόμο –
Τι έχω και δεν με θέλουνε άνθρωποι και θεριά;
Τι έχω και φεύγει ο ουρανός κι η γης από κοντά μου;
Τι έχω και με διώχνει η θάλασσα σαν να ’τανε γυναίκα;
Μήπως λοιπόν δεν είμαι αυτός που νόμιζα πως ήμουνα
Εκείνος που γεννήθηκε στην τάδε οδό και πόλη;
Μήπως κρυφά μ’ αλλάξανε σαν ήμουνα μωρό
Και βάλανε στη θέση μου άλλων γονιών παιδί;
Μη[ως μου δώσαν αλλουνού το παρουσιαστικό
Κάνοντας εις βάρος μου μια φάρσα τραγική;
Ένα πρωί στο μπάνιο που με βρήκανε νεκρό –
«Δεν είναι αυτός δεν είναι αυτός» τους φώναξε η υπηρέτρια
«Εγώ τον ήξερα καλά, δεν είναι αυτός, είν’ άλλος
Κάποια απάτη έγινε σε καποιανού το βάρος…»
Και ψάξανε και ψάξανε παντού για να με βρούνε
Να δούνε αν δεν ήμουνα αλήθεια εγώ αυτός
Αν κάτω απ’ τον καναπέ δεν ήμουνα κρυμμένος
Μα τίποτα δεν βρήκανε κι η αμφιβολία μεγάλωσε
Και μερικοί πως μ’ είδανε, να προσκυνάω, ορκίστηκαν,
Μπροστά στο ίδιο το μνήμα μου και να δακρύζω κλαίγοντας
Εγώ τον εαυτό μου, σαν να ’ταν κάποιος άλλος!
Και πως στο μάρμαρο ήτανε γραμμένο τ’ όνομά μου –
Ενώ εγώ στεκόμουν ζωντανός – Πώς γίνεται; Πώς γίνεται;
Είναι να τρελαθεί κανείς μπροστά σε τόσα αινίγματα
Μπροστά σε τόσα φοβερά και τρομερά ερωτήματα
Που μας πηγαίνουν στην καρδιά του άλυτου μυστηρίου!
Αφού απάντηση δεν βρέθηκε ακόμα από κανέναν
Για το ποιος ήταν δηλαδή αν ήταν και γιατί
Ο άνθρωπος που χτύπησε το τζάμι της εξώπορτας
Κι όταν η πόρτα άνοιξε δεν ήτανε ΚΑΝΕΙΣ.
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια Ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]