Quantcast
Channel: ΔΕΝ ΑΝΘΗΣΑΝ ΜΑΤΑΙΩΣ ΤΟΣΑ ΘΑΥΜΑΤΑ: Καρούζος, Σαχτούρης, Κακναβάτος, Εμπειρίκος, Βαλαωρίτης κ.ά.
Viewing all 121 articles
Browse latest View live

Έκτωρ Κακναβάτος, Άλλο δεν είχα δηλητήριο ή σουγιά ή σκαραβαίο φαρμακερό προστάτη

$
0
0
Εφτάνανε λοιπόν στην αγωνία σου όλο ξέρες… μύριζε το νερό σέλινο και τύψεις απογεύματος. Η σιωπή βαριά πραμάτεια κοφτερή τριψήφια, ίσα που σημαδεύτηκα: ελιά το χάραμα η ώρα τέσσερις, άδειο κανάτι πιες και πιες όσο να σβήσει ο απόδειπνος να γίνει λίθος των θεοτόκων το όνειρο… Τι αίμα τι πάθος έμεινε να ’μια η ανάποδη πουλιού στην επιστροφή χερσόνησος που έμπαινα στις κάμαρες πιο άνομος από αγέρας, μισός γραφή των φεγγαριών στο μέσα τοίχο τ’ άλλο μισό ασπρόρουχο της συννεφιάς τρελός για ένα σπυρί φεγγίτη, τόσο λίγο πράμα... Λοιπόν, η Ελλάδα να πληγώνει και τι ζωή χωρίς πληγές να κάμεις… δεν είναι πια να μιλώ για σκιές για όσα ο χρόνος μέσα μου σαλεύει!

 [Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]

Τέτοια ο χρόνος μέσα μου (από την ποιητική συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Ολημερίς κουπί
μόνο ανάμισυ ασσάριο μισθός παραμιλούσα
ανοιχτά της Τύρος.
Είσαι του μπουνέντη στη φούχτα
στη μασχάλη του η πληγή,
το πολύ να γίνεις ρόζος,
δεν έχει άλλο.
Άχτι μου και μισεμός για το που χάθηκε
το χωραφάκι εκείνο περνώντας ο ανθύπατος
ανοίγανε βλέπεις εγνατίες οι Ρωμαίοι


Αργά και πού απ’ το πετσί μου ο Αμένοφις
μαύρος ανέβαινε με το μπαμπάκι
Άλλο δεν είχα δηλητήριο ή σουγιά
ή σκαραβαίο φαμακερό προστάτη…

Από ψηλά μόλις που έφεγγε το όρνεον
Νίγηρας
… μακράν ηκούγετο σφυγμός
ως φλέβα ιπποκόμου το επταπύργιον.
Εφτάναμε λοιπόν στην αγωνία σου όλο ξέρες.

Μετρούσαμε φανάρια, όσα μας είπανε,
ύστερα εφτά χαμούς και τ’ άλλα της Νουβίας.
Οι σπηλιάδες κόβανε σανίδες το Καλλίδρομο
μύριζε το νερό σέλινο και τύψεις απογεύματος.
-Παρά τσιμπούκ ογλάν του άρχοντα
Αριαράθη
κάλλιο σκορπιός, εφώναξα.
Δεν πήρα απόκριση.

Η σιωπή βαριά πραμάτεια κοφτερή
τριψήφια, ίσα που σημαδεύτηκα:
ελιά το χάραμα η ώρα τέσσερις
άδειο κανάτι πιες και πιες
όσο να σβήσει ο απόδειπνος να γίνει λίθος.

Και πώς μου φάνηκε στ’ αριστερό εκείνος
της αγιασοφιάς ο θηλυκός ελέφαντας
δεξιά γυάλινο κεφάλι η επαρχία Ντιτρόιτ
στο κέντρο η νήσος Δολίχη το μέλλον της ευφυΐας
τέτοια ο χρόνος μέσα μου.
Πρόσωπο τυπωμένο σε υπέρπυρα
στα τέσσερα διπλωμένη αγρύπνια
η στολή μου βύσσινο
στον ώμο κεντημένο με χρυσοκλωστή
των θεοτόκων το όνειρο.
Θα θυμηθούνε έλεγα σαν σε σταυροφορία
τι αίμα τι πάθος έμεινε
να ’μαι συνέχεια η ανάποδη πουλιού
στην επιστροφή χερσόνησος
θα θυμηθούνε
που έμπαινα στις κάμαρες πιο άνομος
από αγέρας
μισός γραφή των φεγγαριών σε μέσα τοίχο
τ’ άλλο μισό ασπρόρουχο της συννεφιάς
τρελός για ένα σπυρί φεγγίτη, τόσο λίγο
πράμα
που ο νους δεν έδινε άλλο τον κατήφορο
ίσα τη ρεματιά που βόσκαε
νερό κουδούνι η πίκρα.
Και πού δαδί ν’ ανάψει η στια
μα πω πάει πια τελείωσε.

Τώρα καταπώς έγινε και δεν πατιέται
η εγνατία
άειντε να διαβείς
κι άειντε χωρίς παντού να πας
η Ελλάδα να πληγώνει
και τι ζωή χωρίς πληγές να κάμεις…

Λοιπόν, δεν είναι πια με τέτοιους Κολοσσαείς
από Τζουμέρκα
να μιλώ για σκιές
για όσα ο χρόνος μέσα μου σαλεύει.

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου» - με εικόνα από την ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ της ομάδας ΧΩΡΟΣ «ΣΙΣΣΗΜΟΝ, το συμφωνημένο σημάδι]


Νίκος Καρούζος, Το πρωινό λυκόφως έμοιαζε με κέλυφος από ερυθρότητα

$
0
0
Ο ήλιος επίκειται καινούρια θραύση: Ευρυδίκη δεν υπάρχει ούτε Ορφέας. Απλώς, η γλώσσα λείχει αόρατο, η γλώσσα χαριεντίζεται με το θάνατο. Σήμερα να λες, το πολύ αύριο, μεθαύριο σημαίνει μεταφυσική (Φαλλικός Ήχος)

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

Το απόλυτο σε διόγκωση (από τη συλλογή ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986)
Περπάτησα σήμερα νιώθοντας κούρος
Είχα κάτι λέξεις τις απόδιωξα στα άχρηστα χωρίς ιστορία
Περπάτησε και χθες αλλά σήμερα είναι άλλο.
Κι ωστόσο αρχαιότερο περπάτημα –όχι-
ποτέ του δεν έζησα.
Τι γίνεται εδώ; Ποιος χειρίζεται ζόρικα
την οφθαλμαπάτη;
Στράφι τα ηρακλείτεια στράφι η επιστήμη.
Συντάσσω δοκίμιο;
Μα όμως αισθάνομαι το άδειο μου κεφάλι
χερόβολο από ηλιαχτίδες.
Ανάληψη της διάνοιας με κοχλαστό λιοπύρι.


Η κακιά της ημέρας (από τη συλλογή ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986)
Ανοίγω τα μάτια μου στο λιμάρικο φως
έχω πια ξημερώσει.
Σκέψη αλάξευτη χύνεις αιωνιότητα
χωρίς να στοχάζομαι
νικημένος απ’ του νου την εκκόλαψη.
Λοιπόν εκμαγείο;
Βεβαίως, αυτό που λέμε πρόσωπο
πάει στους δίκαιους
εμείς έχουμε τώρα ξεμείνει δείξαντες
την τρέμουσα πραότητα.
Ορύσσω προφητείες ανασκάφτω διλήμματα
καίγοντας εγωτισμούς
αποτεφρώνοντας εμβατήρια
η κοινωνία που φαντάστηκα λέει όχι όχι
δεν πρόκειται να υπάρξω.
Συνεπώς η ανάσταση εγκλωβίζεται πάντα
στη λέξη της.
Αρκεί για σήμερα το κακό του έρωτα.
Ρυτίδες αλλοιώνουν οράματα.
Σείεται η νοόσφαιρα δίχως τροχιά της
ταρακουνιέται
χωρίς κύκλο άλλης ωραιότητας.
Ενυπάρχει στη μέγιστη φωτιά κι η δική μου σπίθα
Δώρα πολύτιμα, δώρα που ’χει τραγουδήσει
ο πιο άθεος θεός ο αθωότερος.

Αυτοδίδακτος τρόμος (από τη συλλογή ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986)
Η ώρα είναι 23:00 με φθινόπωρο
Ουρλιάζει κάποιος έρημος από παράθυρο
Κι όπως πάντοτε –βέβαια-
σε μια κραυγή της νύχτας όλοι συνυπάρχουμε
κι ανασαίνουμε τρόμο.
Η ζωή μου δεν είχε τίποτα άλλο, δεν είχε
από τέτοιες πραγματικότητες.
Τώρα μ’ ένα ούρλιασμα γίνομαι παγκόσμιος.
Αυτό μεινέσκει πανανθρώπινο

Η αποξένωση στην ορατότητα (από τη συλλογή ΣΥΝΤΗΡΗΣΗ ΑΝΕΛΚΥΣΤΗΡΩΝ 1986)
-όπως ο Δίας για ν’ ασελγεί μεταμορφώσεις απίθανες όσες ήθελε έκανε –μεγάλος μπαγάσας!-
το ίδιο λέω κι ο ποιητής δικαιούται…
καλώς αλλάζει και συναλλάζει προσωπεία στο πρόσωπό του το άδηλο
έτσι κι αλλιώς η γλώσσα είναι ασέλγεια πάνω στο Είναι

Με άπαντα φωτός η δογματίλα…

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]

Μίλτος Σαχτούρης, Κι εγώ ένα πουκάμισο στον αγέρα μέσα στο χαλασμό κρεμασμένο ετοιμαζόταν να πετάξει σαν κινηματογράφος

$
0
0
Είναι πουλιά που δεν πετάνε, είναι πουλιά θαμμένα μεσ’ σε κουτιά. Είναι δωμάτια και είναι λέξεις που σκίζουνε το κεφάλι σαν καρφιά. Είναι καρφιά που δεν πονάνε, είναι καρφιά που ανακουφίζουν. Όταν χτυπήσουν πάλι οι καμπάνες θα πεταχτούμε σαν τα πουλιά.

 [Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]

Το μαρτύριο (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)
Μοσχοβολούσε το φεγγάρι
σκύλοι με άσπρα λουλούδια στο κεφάλι
περνούσανε στο δρόμο εκστατικοί
κι ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο
και μετά φαίνονταν
τα σφυριά και τα μαχαίρια

Μέσα στα χέρια έσπασα το κρύσταλλο

Και τότε είδα το κόκκινο το σύννεφο
να μεγαλώνει ν’ ανάβει την καρδιά μου
και τ’ άλλο το γκρίζο σαν καπνός
ν’ αδειάζει από μέσα μου
να φεύγει


Η Μαρία (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)
Η Μαρία σκεφτική
έβγαζε τις κάλτσες της

Από το σώμα της έβγαιναν
φωνές άλλων ανθρώπων
ενός στρατιώτη που μιλούσε σαν ένα πουλί
ενός ανθρώπου που είχε πεθάνει από πόνους προβάτων
και το κλάμα της μικρής ανεψιάς της Μαρίας
που αυτές τις μέρες είχε γεννηθεί

Η Μαρία έκλαιγε έγκαιγε
τώρα η Μαρία γελούσε
άπλωνε τα χέρια της το βράδυ
έμενε με τα πόδια ανοιχτά

Ύστερα σκοτείνιαζαν τα μάτια της
μαύρα μαύρα θολά σκοτείνιαζαν

Το ραδιόφωνο έπαιζε
Η Μαρία έκλαιγε
Η Μαρία έκλαιγε
Το ραδιόφωνο έπαιζε

Τότε η Μαρία
σιγά-σιγά άνοιγε τα χέρια της
άρχιζε να πετάει
γύρω-γύρω στο δωμάτιο

Ιστορία (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)
Όταν άνοιξε η σκουριασμένη πόρτα σαν αυλαία
έτριξε
όπως σάπιο καράβι σε κακό λιμάνι
πρόβαλε γελασμένο το πρόσωπο του κοριτσιού
μέσα στο άρωμα της φωτιάς και του καπνού
η φωνή της
σα σκοτεινή αίθουσα κινηματογράφου
πρόβαλε γελασμένη
κι εγώ
ένα πουκάμισο στον αγέρα μέσα στον χαλασμό
κρεμασμένο
ετοιμαζόταν να πετάξει

το κορίτσι
ένα ζωντανό λουλούδι
ένα λουλούδι αναμμένο
ένα ωραίο τέρας
ανάποδα γυρισμένο το στόμα
τα μάτια
τα φρύδια
ένα ωραίο τέρας
που χτυπούσε σα μαγικό ρολόγι
το βράδυ αυτό το μαγικό

τέλος προχώρησε
η νύχτα
το κορίτσι έσπασε μέσα στον καθρέφτη

ύστερα
φάνηκαν πάλι
τεράστια
το πρόσωπό μου
το πρόσωπό της
παραμορφωμένα
άγρια ματωμένα

σαν κινηματογράφος

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό…όπου ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]

Μάτση Χατζηλαζάρου, Ο ήλιος πλένει το κατάστρωμα με μεγάλους κουβάδες αντηλιάς και τότε χρώματα τροπές ξεκαρδίζονται

$
0
0
… κι είναι οι σφήκες τα μάτια σου για μένα που πετάνε και ζυγιάζονται πάνω στις λέξεις γραμμή του ορίζοντα τα δυο σου μάτια που πιάνουνται και μπερδεύονται μες στα μαλλιά μου προτού σιμώσουνε εκείνο το καΐκι το φορτωμένο ψάρια και καρπούζια και τούτες οι σφήκες τα μάτια σου στριφογυρίζουνε στους ακραίους δεσμούς μας χαρακώνουνε φλέβες άλλου αίματος τα μάτια σου βέλη και καμάκια τα μάτια σου βαριά πάνω στη θάλασσα όπου ορθώνεται ένα πρόσωπο πολύ μελαχρινό

[Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι του πρωί, σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα, και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού. Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, θέλω να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ’ναι σα χόρτα στην άκρη του ποταμού. Ερχομός, δεσμός, αναχώρηση: να τα κρατήσουμε σαν το χαρταετό με ΚΛΙΚ  στον καιρό όταν είναι πολύ αίθριος ]

Η Αράχνη-Εικόνες (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΝ ΚΡΟΣΣΙΑ)
Γνέθοντας πολύ γρήγορα την κλωστή της
κατεβαίνει κι έπειτα σταματάει
είναι κρεμασμένη εδώ ακριβώς
ο Εστεμμένος το Σανσύ το Κοχι-νουρ και το Γαλάζιο του Χόουπ και ο Σταυρός του Νότου ύστερα ο Μέγας Μογγόλος το Πολικό Αστέρι ο Ορλώφ ο Μέγας Δούκας και ο Πασάς και ο Σάχης και ακόμα ο Νασάχ
ανάγκη ήτανε να αποθαυμάσουμε τα ονόματα των διαμαντιών όμοια με τους ρόδινους φλαμίγκους οι λαμοί τους με ελιγμούς λοβών και οι λεπτοί τους μίσχοι με κοκκινάδι στα γόνατα
αυτά τα Ονόματα τσαμπιά σταφύλια ζεστά στήθια κάποιας Φλωρεντινής Παναγίας
ουράνιο τόξο Ασιατικής χλιδής
ηγεμόνες που κορδώνονται μπρος σε τεράστια σιντριβάνια
ελέφαντες που βρυχώνται από γόητρο κάτω απ’ τη σκιά της λικνιζόμενης ομπρέλας και κάτι Τύμπανα και Κύμβαλα και Άλογα τόσο περήφανα που δεν αντέχουν να σταθούνε ακίνητα και κοίτα πόσες βεντάλιες απ’ την Ανδαλουσία
αυτές είναι τα τεράστια Ματόκλαδα των αλόγων που παίζουν με το φως
γνέφοντας πολύ γρήγορα την κλωστή της
η αράχνη-εικόνες κατεβαίνει κι έπειτα σταματάει
είναι κρεμασμένη εδώ ακριβώς



Σφήκες (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΝ ΚΡΟΣΣΙΑ)
Κουκίδα καϊκιού ταλαντεύεται πάνω στη γραμμή του ορίζοντα
φορτωμένο ψάρια και καρπούζια
μα είναι δυνατόν
αλλού και την ίδια ώρα τα χώματα με τις πετμεζένιες σκιές και τις πυκνές νωθρότητες της ομίχλης να στολίζονται πάντα με τα κυκλάμινά τους
αυτό τώρα που ο ήλιος πλένει το κατάστρωμα με μεγάλους κουβάδες αντηλιάς και που μονάχα δυο σφήκες βουίζουνε ακόμα
κι είναι οι σφήκες τα μάτια σου για μένα που πετάνε και ζυγιάζονται πάνω στις λέξεις γραμμή του ορίζοντα τα δυο σου μάτια που πιάνουνται και μπερδεύονται μες στα μαλλιά μου προτού σιμώσουνε εκείνο το καΐκι το φορτωμένο ψάρια και καρπούζια και τούτες οι σφήκες τα μάτια σου στριφογυρίζουνε στους ακραίους δεσμούς μας χαρακώνουνε φλέβες άλλου αίματος τα μάτια σου βέλη και καμάκια τα μάτια σου βαριά πάνω στη θάλασσα όπου ορθώνεται ένα πρόσωπο πολύ μελαχρινό

Νεκρή φύση (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΝ ΚΡΟΣΣΙΑ)
Η κουρτίνα γαλακτόχρωμη απ’ το φανάρι του δρόμου και βλέπω το τραπέζι με τις τάβλες κατεβασμένες μπρος στο παράθυρο
πότε σταματήσαμε να λέμε τα αυγά μάτια ή οι μαργαρίτες τις αβίαστες αρμαθιές απ’ τα λόγια μας ως τα πέρατα ήτανε αυτές συμπαιγνίες ζέστης κατάσαρκης
και τότε χρώματα τροπές ξεκαρδίζονται
τράβα τράβα το χερούλι πλατύφυλλο βασιλικό και χαρταετούς ξαναθυμάμαι και βλέμματα υγρές μουσούδες πάνω στα γόνατά μας
τώρα ποια αδράνεια ασάλευτη πνίγει το δωμάτιο μου
ολόκληρη μια νύχτα χτυπήθηκα ΜΟΝΗ πάνω σε αντικείμενα ξοφλημένα
το τραπέζι η κουρτίνα και το φως του φαναριού σεληνιακά αντανακλούν τα κύματα της θλίψης ο ορίζοντας αισθάνομαι πως τορνεύει μια υπερμεγέθη γαβάθα τα τοιχώματά της είναι λεία από αρνήσεις άλλη από μένα λέω στο συφοριασμένο εαυτό μου θα ’ναι το σαρκώδες νούφαρο που για κείνην τορνεύει ο ορίζοντας τα μεγάλα γυαλιστερά φύλλα του όλο σ’ επιφάνεια παραδίνονται στα ασάλευτα νερά δίχως ένα λυγμό ανάμνησης

Προσωπογραφία (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΝ ΚΡΟΣΣΙΑ)
Εκεί που ’ναι κιόλας κάπα ταυρομάχου αίμα και ήλιος και σκιά και νότισμα της λαγόνας και αρώματα κανέλας που καίνε το λαιμό μας
η έκρηξη της παρουσίας του
όταν το σούρουπο αποκαμωμένο καβαλάει έναν τοίχο και παριστάνει την μπουκενβίλια όλο άνθος φραμπαλά και χείλια
το ατέλειωτο στραγγάλισμα της απουσίας
που αυτή είναι ο φαύνος με οίστρους μουσικής πιο τραχιά κι από τις περιστροφές ανθρώπου και ζώου όταν μάχονται
πιο χυμώδης κι απ’ το παχύ φύλλο που νυχιάζω για να νιώσω το μελίτωμα να κυλάει

στην αρχή ήτανε μαύρη χάντρα των ματιών των φρυδιών των μαλλιών
το κούμπωμα οι ώμοι ενός ρούχου
τ’ ακροφτερούγισμα των χεριών όπως κι όλου του ανθρώπου
η μύτη και οι απλωσιές της λάμψης πάνω στα μαλλιά στη μύτη στα μάγουλα στα χέρια
η δύναμη των σκελιών τεντωμένη κάτω απ’ το ύφασμα
η μυρωδιά του καπνού και του νεφτιού κατά διαλείμματα και το χτύπημα του ρολογιού μες στην πάνω τσέπη μήνα Ιούλιο η κίνηση ν’ ακουμπάει και να ξαναπιάνει το τσιγάρο με βαθιά φωνή τα δόντια γαλάζια απ’ το πολύ να ’ναι άσπρα όπως το άσπρο των ματιών και της χωρίστρας στο πλάι

[επιλογές λέξεων από τη συγκεντρωτική συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ της Μάτση Χατζηλαζάρου, όπου τα λουλούδια των δένδρων είναι τα πουλιά, το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού. Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου κι Ποίησή μας η Ζωή.]

Νάνος Βαλαωρίτης, Κι εσύ ένας φυλακισμένος θα στοχάζεσαι έναν αγώνα παντοτινό

$
0
0
Τ’ άστρα βροντάνε στο μέτωπό σου, τ’ άλογα χάνονται μέσα στη γη, τα όνειρα βαστάνε το σφυγμό σου, τα βήματά σου διώχνουν τη σιωπή. Πύργοι γεννιούνται στην ανατολή. Πρέπει να σεβαστείς το μυστικό που σου ’στειλαν οι ναυαγοί μεσ’ απ’ το πράσινο νερό

Τα ίδια και τα ίδια και ξανά τα ίδια και φτου κι από την αρχή- Τα ίδια πράματα τα ίδια λόγια οι ίδιοι δρόμοι οι ίδιοι άνθρωποι οι ίδιες φάτσες οι ίδιοι χρόνοι – δεν αλλάζουν με κανένα τρόπο. Το ίδιο τροπάρι –τα ίδια λόγια, τα ίδια χρώματα τα ίδια πατώματα και αυτοί που τα πατάνε οι ίδιοι. Τα ίδια καθίσματα τα ίδια τραπέζια – και όπου κάθονται, τα ίδια πίνουν – τα ίδια λένε και τα ίδια γράφουνε και ξαναγράφουνε και για ν’ αλλάξουν λιγάκι πάλι, στα ίδια και τα ίδια και τα ίδια συζητάνε και τα ίδια θέματα τα ξανασυζητάνε – και στα ίδια μέρη διαφωνούνε και στα ίδια συμφωνούν – κι αλίμονο το ίδιο πλοίο παίρνουν και από τον ίδιο φάρο πλέουν και στο ίδιο λιμάνι φτάνουν..Στην ίδια γη ζεσταίνονται στον ίδιο ήλιο στο ίδιο σύστημα το ηλιακό του ίδιου κόσμου –του επιμέρους- μέσα στο ίδιο σύμπαν απάνω στην ίδια τροχιά του και με την ίδια πάντοτε αυξανόμενη ταχύτητα, ίδιο τέλος της αρχής, της ίδιας πάντοτε αρχής το τέλος, το ίδιο ιδιαίτερο, το ιδιαίστατο, το ανάλλαχτο – κι ανάμεσα πάλι τα ίδια, οι ίδιες σαχλαμάρες κι οι ίδιες εξυπνάδες, οι ίδιες επιτυχίες και αποτυχίες τα ίδια παράπονα, τα ίδια πηγαινέλα – τα πινέλα, τα μπουγέλα κι οι ίδιοι παράφρονες οι άσωτοι και οι άφρονες τα ίδια καταχθόνια πράγματα και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια...

ΑΙΧΜΑΛΩΣΙΑ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΠΟΙΗΜΑΤΑ-1 (1944-1964, Εκδόσεις Ύψιλον)
Υπάρχουν φαίνεται πολλές κι αντίμαχες πληροφορίες για την υπόστασή μου
Οι ζωγράφοι με ζωγραφίζουν, οι τροβαδούροι με τραγουδάνε
Τα ραδιόφωνα με βρίζουν, οι σοφοί με παρακολουθούνε
Με θεόρατα τηλεσκόπια να βασανίζω τη νύχτα να οργώνω τ’ αστέρια
Και τα μικρά παιδιά με φαντάζονται με τη χρυσή μου πανοπλία
Να τριγυρίζω σιωπηλός τον κόσμο.
Μα έξω στους δρόμους ο λαός περιμένει τους αστρολόγους
Σ’ αυτούς έχει τυφλή εμπιστοσύνη, αυτοί θα αποφασίσουν αν υπάρχω
Αν αξίζει τον κόπο να γίνουν ετοιμασίες, αν πρέπει τελικά να ’ρθουν να με χτυπήσουν.

Όμως εγώ γι’ αυτούς που θα ’ρθουν να πολεμήσουν εδώ σ’ αυτές τις ακρογιαλιές
Εγώ γι’ αυτούς με τα καράβια και τις ασπίδες, έχω κι άλλες πολλές ατέλειωτες ακρογιαλιές
Για τον ανίκητο στρατό τους, έχω κι άλλες πλουσιότερες χώρες
Για τους μεγάλους στρατηγούς έχω κι άλλες πορείες μάχες κι ελιγμούς
Θα τους αφήσω να προχωρήσουν να νικήσουν φανταστικούς εχτρούς
Να μπούνε με τ’ άλογα  με τ’ άρματα και τα σπιρούνια στις βαθιές και βροχερές κοιλάδες να βυθιστούνε
Κι όταν αυτοί θα καταχτήσουν τις λίμνες θα συναντήσουν τα ποτάμια
Και τότε θα βγω να τους μιλήσω και τα τους πω πως έχω κι άλλα μεγαλύτερα και βαθύτερα ποτάμια κι ας δοκιμάσουν να τα περάσουν κι αυτά
Κι εσύ ένας αιχμάλωτος τους ονειρεύεσαι και τους θαυμάζεις
Φυλακισμένος στον κρυστάλλινο πύργο μου και λαχταράς να ’ρθουν και να σ’ ελευθερώσουν
Κι όταν θα βλέπεις να πλησιάζουν όταν θ’ ακούς από μακριά ή θα φαντάζεσαι τα βήματά τους
Θα γεννηθούνε μες την καρδιά σου κρίνοι και χελιδόνια.
Για σένανε έχω να δώσω μια συμβουλή: μην ελπίζεις. Ποτέ δεν θα φτάσουν κοντά σου
Καλύτερα να μελετήσεις βαθύτερα την ομορφιά μου κι ίσως αυτό να σε παρηγορήσει.
Εδώ σ’ αυτή τη χώρα ο χειμώνας είναι κι αυτός σαν εσένα ένας μεγάλος φυλακισμένος.

Όσο για κείνους που θα τολμήσουν να μπουν στις έρημες πολιτείες μου
Εκείνοι θα προχωράνε πάντοτε και θα βαθαίνουν στην άγνωστη χώρα
Κι εγώ θα τους γεμίζω βαθιές νοσταλγικές αναμνήσεις
Κι όσο θα προχωράνε  θα λιγοστεύω και θα πληθαίνω την απορία τους
Και θα αντικρίζουν πάντοτε καινούργιους πύργους γαλάζιους πυκνούς αστραφτερούς
Και θα ’χω πάντοτε γι’ αυτούς κι άλλες πολλές κι αλλεπάλληλες δυσκολίες
Πουλιά βροχές σεντόνια, παράθυρα καθρέφτες κι αλυσίδες.

Κι εσύ ένα φυλακισμένος θα στοχάζεσαι έναν αγώνα παντοτινό
Θα γεννιέσαι θα μεγαλώνεις και θα πεθαίνεις μελαγχολικός
Κι ανάμεσα σε σένα και σ’ αυτούς που αιώνια θα πλησιάζουν
Όρθιος κι αδυσώπητος, ακίνητος και σκοτεινός θα στέκομαι Εγώ.



Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΒΡΙΣ ΜΥΑΛΟ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΠΟΙΗΜΑΤΑ-2 (1965-1974, Εκδόσεις Ύψιλον)
Μ’ έπιασε κάποτε ένα παράξενο συναίσθημα
Όλα μου φαίνονταν στραβά – άνθρωποι ζώα φυτά
Οι σκύλοι μ’ αποφεύγανε με την ουρά στα σκέλια τους
και τα παιδιά με κοίταζαν σαν να ’μουνα ο Εξαποδό

Στον παγοπώλη ζήτησα μια κολόνα πάγο
Με κοίταξε ειρωνικά και μου ’πε άγρια «φεύγα»
«Γιατί» τον ρώτησα «δεν έχει πάγο σήμερα;»
«Μ’ αυτά τα ρούχα που φοράς» μου λέει «δεν έχει τίποτα»

«Τι χάλια είναι αυτά;» μου ’κανε με θυμό ο εισπράκτορας
«Σε τέτοια κατάσταση δεν ανεβαίνουνε στα λεωφορεία»
Και μου ’κλεισε την πόρτα χτυπώντας το κουδούνι
Ο κόσμος με κοίταζε απ’ τα παράθυρα – και ντράπηκα φοβερά-

Δεν ήξερα πού να χωθώ – όπου να πάω σωπαίνανε
Και βγάζαν τα μαντίλια τους και σκούπιζαν τη μύτη τους
Και βήχανε διακριτικά και κοίταζαν αλλού

Τι είχα λοιπόν και φεύγανε σαν να ’μουν μολυσμένος
Έτρεξα σ’ ένα λουτρό δημόσιο να πλυθώ
Όταν με είδε γυμνό ο υπάλληλος στην πόρτα με σταμάτησε
«Δεν σας δεχόμαστε εδώ – πηγαίνετε αλλού παρακαλώ»

Πήγα σ’ ένα νοσοκομείο – να δω αν ήμουν άρρωστος
Ένας γιατρός μ’ εξέτασε κοιτώντας το ρολόι του!
«Είναι αργά και βιάζομαι δεν θα προλάβω να σου πω
Τι έχεις! Ούτως ή άλλως δεν μπορώ εγώ να σε γιατρέψω»

Πήρα τους δρόμους άσκοπα – ταβέρνες καφενεία
Και στα παγκάκια μιας πλατείας με συνέλαβε η αστυνομία
Με κράτησαν σε αυστηρή απομόνωση πριν να μ’ αφήσουν
Και μου ’πανε άλλη φορά να μην το ξανακάνω

Κάτω από μια γέφυρα βρήκα έναν αλήτη
«Τι έχω λοιπόν» τον ρώτησα «και όλοι μ’ αποστρέφονται;»
Με κοίταξε καλά καλά και μου ’πε: «Βρε παιδί μου
Έλα στα συγκαλά σου παράτα τα να μην σε κλείσουν μέσα…»

Στην προκυμαία της θάλασσας πήγα να πέσω να πνιγώ
Σε πύργο ανέβηκα ψηλά για να πηδήξω κάτω
Μα τα πουλιά με είδανε και φύγαν τρομαγμένα –
«Έρχεται» ψιθυρίσανε «ο άνθρωπος χωρίς μυαλό»

Έπιασα το κεφάλι μου μέσα στα δυο μου χέρια –
Ήταν σαν σαπουνόφουσκα – Τα πετεινά είχαν δίκιο
Δεν βάραινε όσο ζύγιζε ένα μικρό φτερό
Από μια τρύπα στο κρανίο μου είδα πως ήταν άδειο

Πήγα για να μου βάλουνε έναν καινούργιο εγκέφαλο
Στο μαγαζί με κοίταξαν μ’ αμηχανία και οίκτο –
«Δεν έχουμε» μου δήλωσαν «για τους κουτούς μυαλά
Ίσως αν βρεθεί κανείς να σας δανείσει λίγο…»

Έψαξα βράδυ και πρωί σε Ανατολή και Δύση
Αυτόν που θα μου δάνειζε λίγο μυαλό καινούργιο
Για να σκεφτώ πιο καθαρά να δω τι θα απογίνω –
Μα κανενός δεν του περίσσευε ίχνος φαιάς ουσίας

Πήγα στην Πόλη την τρανή όπου ’ταν ο Αυτοκράτορας
Με κοίταξαν με του χεριού τα ματογυάλια οι ντάμες
Κι είπανε κρυφά αλλά για να τ’ ακούσω «Δεν είναι
Κακός αγαπητή μου για κείνο που τον θέλουμε – αλλά μυαλό δεν έχει ίχνος»

Και από κεί με διώξανε και πήγα στον Σουλτάνο
Και ο Σουλτάνος πρόσταξε και μου ’φεραν καφέ
Μιλώντας στον Βεζίρη του μ’ εξέταζε πάνω κάτω:
«Όχι δεν είναι, αφέντη μου, σαν κείνους που νομίζεις – δεν έχει ντιπ μυαλό».

Και λίγο έλειψε γι’ αυτό να με κρεμάσουν στ’ άρμπουρο
Ενός καραβιού που έφευγε για το Ηλιοβασίλεμα
Μα ο καπετάνιος διέταξε και μ’ έβαλαν στα σίδερα
«Αν είχα μια σταλιά μυαλό» είπε «δεν θα ’ταν τώρα εδώ»

Στην Κανδαχάρη μ’ έστησαν στο μέγα σκλαβοπάζαρο
Τρεις πριγκηπέσες όμορφες περνώντας μ’ αγοράσαν
Να τις υπηρετώ να τρώνε και να πίνουν κι ό,τι θέλουν
Ώσπου να καταλάβω μου ’δωκαν πως δίχως νου δεν μ’ ήθελαν

Τρία λιοντάρια ζύγωσαν κοντά μου να με φάνε
Και πίστεψα πως ήρθε πια η τελευταία μου ώρα
Μα μόλις με μυρίσανε μούγκρισαν και πήραν δρόμο –
Τι έχω και δεν με θέλουνε άνθρωποι και θεριά;

Τι έχω και φεύγει ο ουρανός κι η γης από κοντά μου;
Τι έχω και με διώχνει η θάλασσα σαν να ’τανε γυναίκα;
Μήπως λοιπόν δεν είμαι αυτός που νόμιζα πως ήμουνα
Εκείνος που γεννήθηκε στην τάδε οδό και πόλη;

Μήπως κρυφά μ’ αλλάξανε σαν ήμουνα μωρό
Και βάλανε στη θέση μου άλλων γονιών παιδί;
Μη[ως μου δώσαν αλλουνού το παρουσιαστικό
Κάνοντας εις βάρος μου μια φάρσα τραγική;

Ένα πρωί στο μπάνιο που με βρήκανε νεκρό –
«Δεν είναι αυτός δεν είναι αυτός» τους φώναξε η υπηρέτρια
«Εγώ τον ήξερα καλά, δεν είναι αυτός, είν’ άλλος
Κάποια απάτη έγινε σε καποιανού το βάρος…»

Και ψάξανε και ψάξανε παντού για να με βρούνε
Να δούνε αν δεν ήμουνα αλήθεια εγώ αυτός
Αν κάτω απ’ τον καναπέ δεν ήμουνα κρυμμένος
Μα τίποτα δεν βρήκανε κι η αμφιβολία μεγάλωσε

Και μερικοί πως μ’ είδανε, να προσκυνάω, ορκίστηκαν,
Μπροστά στο ίδιο το μνήμα μου και να δακρύζω κλαίγοντας
Εγώ τον εαυτό μου, σαν να ’ταν κάποιος άλλος!
Και πως στο μάρμαρο ήτανε γραμμένο τ’ όνομά μου –

Ενώ εγώ στεκόμουν ζωντανός – Πώς γίνεται; Πώς γίνεται;
Είναι να τρελαθεί κανείς μπροστά σε τόσα αινίγματα
Μπροστά σε τόσα φοβερά και τρομερά ερωτήματα
Που μας πηγαίνουν στην καρδιά του άλυτου μυστηρίου!

Αφού απάντηση δεν βρέθηκε ακόμα από κανέναν
Για το ποιος ήταν δηλαδή αν ήταν και γιατί
Ο άνθρωπος που χτύπησε το τζάμι της εξώπορτας
Κι όταν η πόρτα άνοιξε δεν ήτανε ΚΑΝΕΙΣ.

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια Ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]

Έκτωρ Κακναβάτος, Δεν είναι άλλη όχθη πιο γκρεμός

$
0
0
Το δελτίο ανάφερε ευδίαν κατά μήκος ικανοποίηση βροντόσαυρων. Έτσι, με το χάρτη ανάποδα των θρυλικών συμβάντων όδευες ιππότη σε βυθούς σαν έχασες τις σημασίες. Κόβοντας μέσα από καπνοχώραφα πλάκωσε με ποδοβολητό μεσημεριού ξωπίσω σπρώχνοντας άνεμος μονόφθαλμος αλλάζοντας πρόθυμα το θρίαμβο σε αίμα ακάλυπτο με γέμιση φεγγαριού… Ανύποπτος που κόβεται πάνω απ’ το γκρεμό η γέφυρα, βάλθηκα να σας πω σε ρόμβους για του κόσμου το κρασί κι εκείνο το σπαθί που μέσα σε μια νύχτα ονοματίστηκε Λυσίας μ’ εφηβικά σπυριά και τέτοια που σου ’τυχαν κατακαλόκαιρο το χιόνι αθάνατο μέσα στα δένδρα…

 [Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]

Σ’ επικράτειες απορριμμάτων (από την ποιητική συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Μέσα από τόσα διαβούλια και αναλύσεις
επιτέλους έδειξε η αχτινοσκόπηση:
Διαγράφεται σαφώς η βυθοκόρος
που στα δεκαοχτώ μου ήταν άλογο
κι ύστερα βόρεια γεωγραφία.



Για κείνη τη σκιά αριστερά στο μισοπλεύριο
θα πούμε άλλοτε
που τη σημάδεψε εγκαυστικός ορνιθολόγος
τετραπέρατος.

Το δελτίο ανάφερε ευδίαν κατά μήκος
ικανοποίηση βροντόσαυρων,
αναπτυξιακά δάνεια
ζεύξη των οχθών να περνούν οι ανίδεοι
οι κεχηνότες στα πολύχρωμα
ανύποπτοι που κόβεται πάνω απ’ το γκρεμό
η γέφυρα
που ο πρωτομάστορας, αλλοδαπό πτυχίο,
έφυγε νύχτα
στη μασχάλη αττικός αμφορέας του πέμπτου
στο πέτο ξερό βαλκάνιο γεράνι…
Στον άλλοτε όροφο
Πόπλιος Σκιπίων Κουντομόγιας
καλλωπίζει τη μνήμη του.
Τάχα σκληροί οι Καρχηδόνιοι λέει.
Δεν ήξεραν το ρόλο των οπισθοφυλακών
ούτε για πεζοναύτες και ουρά οπίσω
της αχλάδας.
Τρελός για καρναβάλι θυμάται μόνον τον ιππόδρομο
το άσπρο άρμα τα έξι καραρόαιμα
το Κολοσσαίο να ουριοδρομεί
οι πατρικίες, μάτια μου, ωραίες
η σύγκλητος στα ασπροκόκκινα όρθια ευμενής
κι ο αυτοκράτωρ παρών.
Σκέψου, ανάβαλε το μάθημα βωμολοχίας.
Μα στείλανε άλλον έπαρχο στη Βιθυνία
που άλλαξε πρόθυμα το θρίαμβο
ο σαμψούντιος
με το οφίκιο να μαζεύει φόρους.

Κι εμένα τα πόδια μου ήχος βαρύς
λες και τσακίζεται οξιά
βυθίζονται σε λακωνίες.
Χάλασε πια και το τρανζίστορ
παίρνε και παίρνε Αχαιούς
ή εκείνα τα μηνύματα
πως συνεχίζονται οι μέρες του Αργύτη
σ’ επικράτειες απορριμάτων.

Μίασμα μέσα στην πόλη (από την ποιητική συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Βαθιά του αμφιβληστροειδή ερχότανε
η φωνή:
Άξιος άμωμος κι ετούτος των χελιδονιώνε
ο κανάγιας.
Επιτέλους πόντισον να τελειώνουμε.

Λαμποκοπάει κάτω με το σκήνωμα του ιππότη
ο βυθός.
Γέμιση φεγγαριού η πέτρα.
Κόβοντας μέσα από καπνοχώραφα πλάκωσε
με ποδοβολητό μεσημεριού.
Δεν πρόφταινε να φυλαχτεί το αίμα
ξέμεινε να μονομαχήσει ακάλυπτο.
Άναψε.

Ξωπίσω σπρώχνοντας άνεμος μονόφθαλμος.
Τότες εγώ, εννιά φορές κεφάλι μπηγμένο
στο κοντάρι της θάλασσας
βάλθηκα να σας ειπώ σε ρόμβους
για του κόσμου το κρασί.
Μα τώρα λέω μόνο τούτο: να τελειώνουμε
με δαύτον.
Άειντες.

Παρέκει επούλειε την πραμάτεια του,
την τραχηλιά του ο ήλιος
σίδερο της Κόρδοβας
την πανοπλία του της Κιλικίας
λοφία της βαρύτητας
τα εμβατήρια του οξυγόνου
του πλουτώνιου
του κάδμιου
του θόριου
κι εκείνο το σπαθί που μέσα σε μια νύχτα
ονοματίστηκε Λυσίας.

Όλα αυτά τα ορθογώνια
και τις ορθογραφίες του
και το φρύδι του το υψωμένο
(δεν είναι άλλη όχθη στο στερέωμα πιο
γκρεμός)
όλα τα ’ξερες.

Κι εκείνη την τρελή, όπως πάει ο δρόμος
για το Άργος,
που ούθε ψοφίμι προσκυνά ως κάτω:
-Ίσα πέρα ο βασιλιάς της Ασίνης
και τέτοια
που κι άλλο σου ’τυχε μ’ εφηβικά σπυριά
κατακαλόκαιρο
το χιόνι αθάνατο μέσα σε δένδρα.

Έτσι, με το χάρτη ανάποδα των θρυλικών
συμβάντων
όδευες ιππότη σε βυθούς
σαν έχασες τις σημασίες.

Έξω, τρία χιλιοστά η λαμαρίνα,
λυσσομανούσανε τα όστρακα.
Ξύλινο πόδι ο κρότος της αυγής
στο πεζοδρόμιο.
Πατημασιά και γιώτα και ήτα
και φι και χι και ψείρες
φτύνοντας μίασμα μέσα στην πόλη.

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου» - με εικόνα από την ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ της ομάδας ΧΩΡΟΣ «ΣΙΣΣΗΜΟΝ, το συμφωνημένο σημάδι]

Ανδρέας Εμπειρίκος, Μα το παιδί των αναμνήσεων κομίζει πλοκάμια που μοιάζουν με έξη διαφορετικές ηδονές της μοιχαλίδος

$
0
0
Της πήραν τα παιχνίδια και τον εραστή της. Έσκυψε λοιπόν το κεφάλι και παρ’ ολίγον να πεθάνει. Με τα δεκατρία ριζικά της σαν τα δεκατέσσερα της χρόνια εσπάθισαν την φευγαλέα συμφορά. Κανείς δεν μίλησε. Κανείς δεν έτρεξε να την προστατεύσει κατά των υπερποντίων καρχαριών που την είχαν ήδη ματιάξει όπως ματιάζει η μύγα ένα διαμάντι μια χώρα μαγεμένη. Κι έτσι ξεχάστηκε ανηλεώς αυτή η ιστορία όπως συμβαίνει κάθε φορά που ξεχνιέται από το δασοφύλακα το αστροπελέκι του στο δάσος (ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙΑ)


[Η Ποίηση είναι ανάπτυξη στίλβοντος ποδηλάτου. Μέσα της όλοι μεγαλώνουμε. Οι δρόμοι είναι λευκοί, τ’ άνθη μιλούν και από τα πέταλά τους αναδύονται μικρούτσικες παιδίσκες. Οι εποχές αλλάζουν και η γυναίκα της εποχής μοιάζει με χάσμα θρυαλλίδας. Η εκδρομή αυτή δεν έχει τέλος… Γιατί, είναι τα βλέφαρά μου διάφανες αυλαίες: όταν τ’ ανοίγω βλέπω εμπρός μου ό,τι κι αν τύχει, όταν τα κλείνω βλέπω εμπρός μου ό,τι ποθώ… Για του λόγου το αληθές…]

Πικραγκάθι (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Ενεφανίσθη και χάθηκε η δεσποινίς που συνάντησα μες στο συρτάρι μου. Στη θέση της μία τολύπη κρατεί τον φώσφορο της ζωφόρου της. Άποικοι νέμονται τις εκτάσεις που εγκατέλειψε μα το παιδί των αναμνήσεών μας κομίζει πλοκάμια που μοιάζουν με τις έξη διαφορετικές ηδονές της δεσποινίδος που υπήρξε βασικώς μητέρα του παιδιού της και μητέρα μου. Κάποτε ζω μες το συρτάρι. Μα κάθε φορά που δεν ονομάζονται μερικές περιπτώσεις αλλιώς παρά χλαμύδες κάτω απ’ τις οποίες υποσκάπτονται τα θεμέλια μιας τραγικής κουρτίνας παίρνω το τελευταίο μαντήλι της και παρακαλώ το βάτραχό μου να καταργήσει κάθε οιμωγή που είναι δυνατόν να υπάρχει μέσα στους θώκους και επάνω από τις κουρτίνες.



Στην καρδιά της λουτροπόλεως (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Ο κορεσμός των μυκτηριζόντων μαστοφόρων επέφερε τον κατευνασμόν της ηθοποιίας. Εις τας προθήκας των αμγαζιών τοποθετήθηκαν φανταχτερά απίδια και πολύ μικρά κογχύλια που δεν εσάλευαν παρά μόνον όταν αναστέναζαν τα παιδιά των εργοδοτών. Γι’ αυτό οι συρμοί πολυτελείας εσταμάτησαν μίλις εξεπορεύθη το ποτήρι της δοκιμής των γενικών δοκιμών εντός του οίκου του δυστυχήσαντος κωπηλάτου. Η φύσις τους εφόρεσε τους θυσάνους των γυναικών που γιόρταζαν και οι δωρηταί των πεπιεσμένων θωρηκτών προπηλακίζουν έκτοτε την ανθοδέσμη εκείνη που έλαβε την υστάτην απποφασιν να διασαλεύσει την τάξιν καθώς και τα τελειότατα φρούτα που περικλείουν εντός ανεστραμμένων κυπέλλων οι δραματουργοί της ενδόξου νυμφομανίας.

Κορυδαλλοί σφαζόμενοι μειλιχίως (από την ποιητική συλλογή ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ)
Θυμάμαι που μας έκαναν εντύπωση τα ράσα. Είχαμε δίκαιο γιατί ήδη διεγράφετο κάτω απ’ τις πτυχές η πολύεδρη σκοπιά των στεναγμών μιας μοιχαλίδος. Η παρόρμησίς μας δεν εξηγήθη αρκετά. Υπήρξε όμως ουσιαστική όσον και τα ρέοντα δάκρυα μιας καθυστερημένης εποχής. Κάτω απ’ τα ράσα η διαδήλωσις υπερίσχυσε εν τέλει και μόλις τα κατέλυσε διεδραματίσθη η σκηνή του λυτρωμού της νέας γυναικός από τους διαξιφιζομένους λογισμούς. Το πλήθος δεν έστερξε να την εγκωμιάσει μέχρι τέλους και η πρώτη απογοήτευσις της μοιχαλίδος χτυπά κατάστηθα την δεύτερη για την εκδίκηση των τίτλων που της αφήρεσαν προσθέτοντας φτερά φασιανών εκεί που άλλοτε οι ερασταί της ελάτρευαν τα μάτια της. Θα έλθει όμως μια μέρα ευωχίας κατά την οποίαν θα ανατείλει το διαμάντι και θα κοσμήσει λυσιτελώς την αδικοκλειδωμένη χάρη της στερουμένης σήμερα τα πάντα ήβης της και τούτο ενώπιον αλαλαζόντων ταύρων και μπρος στα υπερμέτρως ανοιγμένα μάτια των σημερινών δημίων γιατί ποτέ ουδέποτε δεν σταματούν οι νότες μιας αρινισμένης εποποιίας έστω κι αν το ποτήρι της αδειάσει πολλές φορές έστω κι αν στέκεται στο κεφάλι του ο πεπλατημένος συρφετός.

 [επιλογές λέξεων από την συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΣ, με ευχές για τα παραπατήματα των θλιμμένων και των κορυβαντιώντων, όπου Μια δεσποινίς σηκώθηκε μέσα στο σκότος κι αντικαταστάθη αμέσως απ’ άλλη δεσποινίδα η οποία παράθεσε γαμήλιο προπόνημα σε συσχετισμένες αναλαμπές εικοσακισχιλίων αιώνων. Αλλά η απαίτησις των κρίνων δεν εξεπληρώθη γιατί το ράπισμα του κηπουρού διετράνωσε την λευκοτάτη επιδερμίδα της νέας ημέρας και ζωήρεψε το φέγγος του άσπιλου στήθους της λέξης προς λέξη και σχεδόν διαγωνίως]

Νίκος Εγγονόπουλος, Είναι η Σφίγγα του παραμυθιού που έπεσε απ’ το βάθρο σαν είδε πως «μυστικό» δεν υπήρχε πια

$
0
0
ο νους ζητά σ’ άλλο ποτάμι να βρεθεί κοντά -πλατύ βαθύ- το Δούναβη στη Βιέννη και κει τα μάτια της ψυχής γιομάτα πάθος να προσπαθήσουνε να ξαναφέρουν εμπροστά τους την εξαφανισθείσα πια μορφή του ποιητού με το λοξό το βλέμμα

 [Πλάι απ’ τη σακάτικη τη δικαιοσύνη του ανθρώπου κρύφτεται η Ερινύα βαθειά μέσα στον ίδιο φταίχτη φωλιασμένη αμείλιχτη ανελέητη που καλά ρούχα και οφίκια και νομιμοφροσύνες δεν ψηφά που η καλοπέραση δεν τηνε νοιάζει και τιμωρεί σκληρά τους άμυαλους και τους δειλούς που κάνουν το κακό. Για του λόγου το αληθές…]

Στους δρόμους τους βιοτικούς (από την ποιητική συλλογή ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ)
πρόσεξε: αυτός ο οιδίπους
που πρόκειται να συναντήσουμε
στη διχάλα των βιοτικών δρόμων
όχι: δεν είναι ο Οιδίπους τη μυθολογίας

παρ’ όλη την οιονεί ελεφαντίαση
την ποδάγρα –την ακρομεγαλία-
απ’ την οποία πάσχει
στο λέω δεν έχει σχέση καμιά με τον Οιδίποδα τον παλιό

ούτε τον πατέρα του έχει σκοτώσει
ούτε –σύρε και πρόλαβε και πες το της Ιοκάστης-
ούτε και τη μητέρα του πρόκειται να παντρευτεί

ας’ τόνε ακόμη λίγο και θα προχωρήσει
κι ύστερα –σε λίγο πάλε- μια για πάντα θα χαθεί

όμως εκείνος ο μαύρος σκύλος
που κείτεται στη μέση του δρόμου του ηλιόλουστου
-του ηλιόλουστου απ’ τον ήλιο που πάει να βασιλέψει-
κοιμισμένος ή νεκρός ανάμεσα στις καβαλίνες
ε! λοιπόν αυτός είναι
αυτός είναι κάτι

μάθε το: η Σφίγγα του παραμυθιού
ως έπεσε απ’ το βάθρο
σαν είδε
πως «μυστικό»
δεν υπήρχε πια



Το ποίημα του Γκεόργκ Τρακλ (από την ίδια συλλογή)
σαν να αποκάμανε με τη βροχή οι λεύκες
που αδιάκοπα απ’ την αρχή τις μαστιγώνει

τώρα ενύχτωσε:
λε πια κάπως να ’χει κοπάσει το νερό
ρίχνει ακόμη –όμως αργά- ψιλά-ψιλά
μόλις ακούγεται το θρόισμα στα φύλλα

απ’ τα βάθη της φωταγωγού της γειτονικιάς πολυκατοικίας
αναδύεται σκληρά πυκνά –ατελείωτα!-
μιαν ίδια πάντα μονότονη όσο και πεισματάρικια κι απλοϊκή μουσική φράση
κάποιου  -ίσως κανένας θυρωρός-
που στο υπόγειο ενδιαίτημά του
επίμονα μαθαίνει οκαρίνα

των αδυνάτων πια η σκέψη να πάει και να σταθεί
στης Δυτικιάς Μακεδονίας τους πλατείς κάμπους
όπου οι λεύκες (πάλι οι λεύκες) σε σειρά ατελείωτη
προδίνουνε -στην ερημιά- των ποταμών τους μακριούς δρόμους

ο νους ζητά σ’ άλλο ποτάμι να βρεθεί κοντά
-πλατύ βαθύ- το Δούναβη
στη Βιέννη
και κει τα μάτια της ψυχής γιομάτα πάθος
να προσπαθήσουνε να ξαναφέρουν εμπροστά τους
την εξαφανισθείσα πια μορφή
του ποιητού με
το λοξό το βλέμμα

ο Γεώργιος Τρακλ αν εις το περίφημο Σαλτσβούργο (του αυστριακού Τυρόλου) πρώτη φορά είδε το φως
τη χαρά όμως δεν τη συνάντησε πουθενά –ποτέ του-

πέρασε παιδικά χρόνια άκρως ανιαρά ως
πρόσμενε ανυπόμονος τον καιρό της γνώσης
κι ήρθε ο καιρός αυτός –που να μην έσωνε ποτέ-
και τότε –δη τότε- του εσάλεψε ο νους!-
ναι: δεν τις έστερξε –δεν επαραδέχτηκε- ποτέ του- ο λεβέντης- μα ποτέ
τη μοίρα και τις συνήθειες που έχουν οι ανθρώποι

μόλις και εκατάλαβε –οδυνηρά- τι πα να πει «ζωή»
άλλο πια πόθο –ενδόμυχο- δεν είχε παρά –έναν- μόνον αυτόν: να φύγει!

τον πόθο αυτό –το μαράζι πες- δεν τον παράτησε ποτέ
(τίποτε δεν ευρέθη ώστε να παρηγορηθεί ποτέ
-να διασκεδάσει καν;- να τον κάνει –για λίγο έστω- να ξεχάσει)

ούτε κι η Βιέννη
με τας ευρείας λεωφόρους της
τα ωραία καφφεία
τους κήπους με τις λίμνες με τις πάπιες
ούτε των θρυλικών της
πλουσίων καλλονών
οι κρυμμένοι
(αλήθεια αλησμόνητοι)
αφράτοι θησαυροί

εις μάτην η Δυαδική Μοναρχία
την «μέση εκπαίδευση» μ’ ευχέρεια του προσέφερε
και με δίπλωμα -ακόμη- φαρμακοποιού
τον εφοδίασε:
εις μάτην

εις μάτην η Δυαδικιά
και στον πόλεμο (του ’14) πάλε τον έστειλε
προσπαθώντας στοργικά –έτσι-  να τον αποβλακώσει
(ως στοργικοί γονείς στ’ ανήσυχα παιδιά τους εφαρμόζουνε λοβοτομή)
σας λέω: εις μάτην

την ώρα δεν έβλεπε –τι λέω την ώρα: τη στιγμή!-
(και το ΄λεγε με τραγουδάκια λυπητερά + απαλά)
να ξεμπερδέψει από τούτον της ανθρώπινης ζωής το θλιβερό μπελιά
-τον άσκημο βραχνά-
να πάει κάπου
μακριά
αλλού
να φύγει

και το κατάφερε - -επί τέλους- ένα βράδυ: στα καλά καθούμενα
«tant l’ on crie Noel qu’il vient»
[επιλογές λέξεων από την συλλογή του Νικου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ, δηλαδή από τον υπερρεαλισμό μιας ατέρμονος ζωής: του ποιητή πια μόνη –θεόθεν – σωτηρία λύσις παρηγόρηση μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές ό εστί μεθερμηνευόμενο η κοιλάδα των ροδώνων]


Νίκος Καρούζος, Πώς όμως να προκόψουμε στην κόλαση με τόσους παραδείσους;

$
0
0
Μην αγγίζεις τη βροχή μονάχα δέξου τη, μην αγγίζεις τη βροχή θα διαιρέσεις. Μην αγγίζεις τα δάση της μάνας σου, μην αγγίζεις τα όπλα της ειρήνης. Είσαι εσύ ο διάτορος άγγελος όπου τίποτα δεν αγγέλλεις. Τρομακτική η ενότητα στον κόσμο. Τρομακτική σχιζοφρένεια η γλώσσα!

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

Ο οντολογικός θεσμός της σιωπής  (από τη συλλογή ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ 1982)
Η μέλισσα περιστρέφεται, τι είναι όμως περιστροφή;
Τ’ ανοιγμένα σου χθες τριαντάφυλλα
είναι τώρα ανάπηρα, τι είναι όμως αναπηρία;
Ο αέρας είναι αέρινος; κι ο χρόνος
ολωσδιόλου χρονικός. Η πραγματικότητα
είναι από πραγματικότητα.
Ο χαρακτήρας της κάθε κοινοτοπίας ιδιότυπος.
Τα λόγια σου δεν είναι άλλο από λεγόμενα.
Πώς όμως να προκόψουμε στην κόλαση
με τόσους παραδείσους;




Δυο στίχοι 
Στα βράχια της απεργάζεται κι η πέρδικα
τη θανή της
κάθε φτεράκισμα και πιο σιμά στο θάνατο
τη φέρνει.

Προτροπή προς αποσύνθεση
Στα μοναστήρια κατοικίδιος ο θάνατος…
καθώς τ’ απόμακρα των λουομένων θαλασσόλογα.
Ο χρόνος κεκραμένον φως
(θε να ’λεγα και λαμπερό στη φλόγα μας αιματοστόλισμα)
BENE DICTUM.

Ακόμη κάτι
αεροπλάνο ή μέλισσα;

Φτύσε
(διακοπή του ρεύματος)
-φαντάζομαι τώρα μια τίγρη να θυμιατίζει
(εννοώ μια τίγρη πραγματική)
BENEDICTUM.
Αλλά η δύστυχη η αλήθεια;
Μα η αλήθεια είναι η ανώτερη φάση του ψεύδους
φτύσε.

Φτύσε το θάνατο κυριακάτικα…

Αρχαία σημείωση
Το ποίημα του κύματου μοιάζει με συγγενάδι.
Κι αυτό έχει μάνα θάλασσα και δράκου δυναμάρι,
τη λένε μεσ’ στο στήθος άγρια καρδιά.
Κι αυτό ’χει μάνα από νερό και μάνα από αίμα
κι ακροπατεί στον κύκλο τον τρισκόταδο
της έμορφης γεωμετρίας τονΆδη.

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]

Μίλτος Σαχτούρης, Ευτυχισμένοι στολισμένοι κρατούσαν όνειρα ζεστά στα παγωμένα χέρια

$
0
0
-Όταν ανάβουμε –έλεγε- κίτρινα βεγγαλικά μια μέρα θα ανάψει ο ουρανός γαλάζιος… κι ύστερα ο τρίτος και ο πιο μικρός που έλεγε πως είναι νυχτερίδα γι’ αυτό αγαπούσε τα φεγγάρια και τα φεγγάρια μια νύχτα τον εζώσανε κόλλησαν γύρω-γύρω και τον έκλεισαν κόλλησαν γύρω-γύρω και τον έπνιξαν τον έλιωσαν γύρω-γύρω τα φεγγάρια

[Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]

Ο σκύλος (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)
Ο σκύλος αυτός πρόβαλε πρώτη φορά σε δρόμο
σκισμένο από κοφτερά γυαλιά
ύστερα φάνηκε στον ουρανό
μέσα σ’ ένα σκοτεινό πηγάδι του ουρανού
έπινε ένα φως αστραφτερό σκυλίσιο
συνόδεψε ένα ραγισμένο χέρι λίγα βήματα
ύστερα γίνηκε φωτιά
έκλαιγε σαν κακό πουλί
έκαιγε σαν ελπίδα
ποιος ξέρει από πού ήρθε και πώς έφυγε

Μα εγώ ξέρω πως θα γίνει θάνατος μια μέρα


Η Ύδρα
Η Ύδρα είναι μια φραγκοσυκιά
γεμάτη πυρετό όνειρα κι αγκάθια
κι όπου γυρίσω βλέπω όλα κίτρινα
και δεν μπορώ να κοιτάξω τα παράθυρα
γιατί μέσα περνούνε
βάρκες φαντάσματα
φαντάσματα καΐκια
κι όλο γυρίζουν
κι όλο με κοιτάζουνε
μάτια ανάστροφα και τρομαγμένα

Τ’ αδέλφια μου
Τ’ αδέλφια μου που χάθηκαν εδώ κάτω στον κόσμο
είναι τ’ αστέρια που τώρα ανάβουν στον ουρανό

και να ο μεγαλύτερος
με μια ανοιξιάτικη μαύρη γραβάτα
που χάθηκε μέσα σε σπηλιές θεόστραβες
καθώς κυλούσε παίζοντας
πάνω σε ανεμώνες κόκκινες
γλίστρησε
μεσ’ του θηρίου τ’ άγριου το ματωμένο στόμα

ύστερα ο άλλος μου αδελφός που κάηκε
πουλούσε κίτρινα βεγγαλικά
πουλούσε κι άναβε κίτρινα βεγγαλικά
-Όταν ανάβουμε –έλεγε- φωτιά
θα διώξουμε απ’ τους κήπους τα φαντάσματα
θα πάψουν να μολύνουν τους κήπους τα φαντάσματα
-Όταν ανάβουμε –έλεγε- κίτρινα βεγγαλικά
μια μέρα θα ανάψει ο ουρανός γαλάζιος

κι ύστερα ο τρίτος και ο πιο μικρός
που έλεγε πως είναι νυχτερίδα
γι’ αυτό αγαπούσε τα φεγγάρια
και τα φεγγάρια μια νύχτα τον εζώσανε
κόλλησαν γύρω-γύρω και τον έκλεισαν
κόλλησαν γύρω-γύρω και τον έπνιξαν
τον έλιωσαν γύρω-γύρω τα φεγγάρια

Τ’ αδέλφια μου χάθηκαν εδώ κάτω στον κόσμο
είναι τα’ αστέρια που τώρα ανάβουν ένα-ένα στον ουρανό

Ο χορός
Από τις πόρτες έμπαιναν ευτυχισμένοι στολισμένοι
άλλοι φορούσανε σπαθιά κι άλλοι μαχαίρια
κρατούσαν όνειρα ζεστά στα παγωμένα χέρια
όνειρα που έκαιγε ο πυρετός λουλούδια
πρόβαλαν στους καθρέφτες μενεξέδες
ωραία πρόσωπα με σταγόνες ασήμι
στο μέτωπο και στα μάγουλα
κόκκινα χέρια τριαντάφυλλα πηχτά
ο έρωτας που έκαιγε ψηλά στις καπνοδόχες
ο έρωτας που έσταζε στου δρόμου το αυλάκι
ο έρωτας που βογκούσε κάτω απ’ τα πατήματα των παπουτσιών
ο ένας να κατέβει τρέμοντας ετοιμόρροπες σκάλες
ο άλλος να τις ανέβει τρέχοντας
για να προφτάσουν το αίμα να μην παγώσει
και την καρδιά να μην σκιστεί
ώσπου τα φέρετρα να γίνουν αύριο άσπρες βάρκες
και μέσα να τραγουδάνε ευτυχισμένοι οι νεκροί

Ο Πειρασμός (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΦΑΣΜΑΤΑ ή Η ΧΑΡΑ ΣΤΟΝ ΑΛΛΟ ΔΡΟΜΟ 1958)
Πίσω από τις μαυροφορεμένες γριές
πίσω απ’ την πλάτη τους
το άσπρο κρεβάτι
και πάνω καταμόναχο το μήλο
όπως και πριν από το μήλο
καταμόναχο ήταν το άνθος το λευκό
το σκίσαν με μαχαίρια και ψαλίδια
με αίμα το πότισαν
και τώρα πάνω στο κρεβάτι
κείτεται σάπιο μήλο

γι’ αυτό κι ο άγγελος στην άκρη κάθεται του κρεβατιού
πίσω απ’ τις μαυροφορεμένες γριές
πίσω απ’ την πλάτη τους
ανοίγει τ’ άσπρα του φτερά
το χέρι ανοίγει προς το μήλο

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό…όπου ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]

Νίκος Καρούζος, Όλη των άστρων η προχειρότητα μ’ ένα χιλιόμετρο σπασμένο φως που αρμολόγησε αναμμένους φαλλούς ουρλιάζοντας

$
0
0
Θα ’θελα να ’χει το Ποίημα κατάλευκα και τρυφερά λαγόνια, τεράστιες καμπύλες από Τίποτα, χαίτες από αίμα ορθάνοιχτο χωρίς τον Ιωάννη, πολλά εκατομμύρια δόξας δίχως αντίβαρο από αρχαία ειδύλλια, λάμψεις αλύπητες με τ’ όνομα Οϊμένα, κάθιδρο κοντορεβιθούλη χαϊδεύοντας το Ωμέγα, έναν ανάλγητο ουρανό κι ολόκληρο το νευρικό μου σύστημα σε τρομερά κιβώτια σιγής χύνοντας τα πιο όμορφα δάκρυα! Η νύχτα χειροτέρευε κι ακούστηκε φωνή μεγάλη: κρατηθείτε: δεν έχει άσπρο νόημα ο πάγος κι η αγάπη, τα στήθια γίνηκαν αυτιά κι όμως τα μάτια βλέπαν έντρομα στη χάση των αστέρων τη φοβερή διανυκτέρευση όπου ολόγυρα οι άνθρωποι δίχως παρατάξεις φώναζαν «όχι άλλο χαρτονόμισμα» ρίχνοντας κουβάδες ανθόνερο στη δημοκρατία και ψάλλοντας αέρινα τροπάρια στ’ αεροδρόμια!

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

 
Ο Ακανθίας (από τη συλλογή ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971)

Κάθομαι στην καρέκλα μου σαν το πουλί στο δένδρο.
Σε όλα μας τα μέλη αληθεύει ο θάνατος
κι εγώ ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τ’ αυτοκίνητα.
Οι μέρες μας, αλήθεια, πεθαίνουν
ευλάβεια μη μπορώντας!
Ο καιρός επήρε τα πανιά μας και γιγάντεψε
στα πυκνότερα οξυγόνα ο Ίχνος
μ’ ένα χιλιόμετρο σπασμένο φως
κρατώντας τη φαρέτρα των δευτερολέπτων


ο γιος του κατάκοιτου Φαλακρού του βιδωμένου
και της ωραίας Νυοστής που μπεκρουλιάζει στα ηλιοστάσια-
όλη των άστρων η προχειρότητα.
Θα ’θελα να κρατήσω μια σκιά στα χέρια μου
θα ’θελα να ’χει το ποίημα κατάλευκα και τρυφερά λαγόνια.
Βλέπω χιλιάδες αντικείμενα κι ανάμεσα σους ο προφήτης Mobil
εξουσιάζω τους δαίμονες  και τους αγγέλους από ζελατίνη
χαίτες από αίμα ορθάνοιχτο χωρίς Ιωάννη
στα τέσσερα τα πέρατα μια πύρινη χοάνη
σκοτώνει την Ταχύτητα με σκούξιμο και χάφτει
τεράστιες καμπύλες από Τίποτα.
Βλέπω τα τελευταία δένδρα του πλανήτη.
Κάποια στριμμένη μάγισσα υφαίνει τα μαλλιά της Ανδρομέδας
ένας κωφάλαλος αρμέγει στεγανόποδα κι ανθίζει
σε πολλά εκατομμύρια δόξας ο μονόφθαλμος Ένθα.
Η Βίβλος έκανε την απόκλιση, μακραίνει
το χαμόγελο της Ήρας
τ’ αρχαία ειδύλλια σείονται κι η αράχνη
στην άγραφη προφητεία πλαταίνει.
Χωρίς ανάγκη όλα αυτά δίχως αντίβαρο.
Τ’ αηδόνια τουρτουρίζουν αλάλητα
κι η δροσερή οπώρα πέφτει στο πετρέλαιο.
Έρχεται φλόγα και στήλη δυνάμεως
οι λάμψεις αλύπητες με τ’ όνομα Οϊμένα
ο χρόνος πέταξε τη σκάλα κι έχει λόξιγκα –
ο κάθιδρος κοντορεβιθούλης χαϊδεύοντας το Ωμέγα.
Κρούομαι από έρωτα, βουλιάζω μέσα στο τρόμο.
Η μύγα ντύθηκε σπίθες αναρίθμητες
ο σκαραβαίος χορεύει πωγωνάτος
ένας ανάλγητος ουρανός αγνοήθηκε
κι ο ύπνος αρμολόγησε τα ψηφία του
τυχάρπαστος.
Εκεί λοιπόν είδα να σφραγίζεται για πάντα
με κάτι κόκκινα λουκέτα κατακαίνουργα
ολόκληρο το νευρικό μου σύστημα
σε τρομερά κιβώτια σιγής και μια γουρούνα
καθότανε στην άκρη χύνοντας
τα πιο όμορφα δάκρυα στους απέραντους κόσμους.
Η νύχτα χειροτέρευε κι ακούστηκε
φωνή μεγάλη: Κρατηθείτε! –
Δεν έχει άσπρο νόημα ο πάγος κι η αγάπη
τα στήθια γίνηκαν αυτιά κι όμως ακόμη
τα μάτια έβλεπαν έντρομα στη χάση των αστέρων.
Είδα και τάχτηκα να μαρτυρήσω.
Ζώνες ερυθρές του Ακανθία κι αθρόα φάσματα
νυσταλέα ερπετά η μοναχική Ορνίθη σπαρταρώντας
ακέφαλη.
Σ’ αυτή το φοβερή διανυκτέρευση
ναρκώθηκαν όλες οι θεωρίες
και βγαίνει ετερόγναθος ο Υπεριώδης –
γαλανός ο φόνος και ο νόμος ακόρεστος.
Ολόγυρα οι άνθρωποι δίχως παρατάξεις
φώναζαν «όχι άλλο χαρτονόμισμα»!
ρίχνοντας κουβάδες ανθόνερο στη δημοκρατία
και ψάλλοντας  αέρινα τροπάρια στ’ αεροδρόμια.
Σαν να τους βλέπω πάλι, σα να μην πέρασαν, αλήθεια,
αιώνες τώρα κι αιώνες…
Άλλοι απ’ αυτούς με λαμπερά ξυράφια κόβουν έρημοι
τους αναμμένους φαλλούς ουρλιάζοντας
άλλοι με γρήγορη βενζίνη καίνε τους βουβώνες
ανάμεσα σε δέσμες ελλείψεων που συστρέφονται
μοιράζοντας ρόμβους, άλλοι τόσοι, της ουράνιας σωτηρίας
και ξεφωνίζει η καιομένη Φυλλίδα
στη σιωπή που χύνει ο Απέναντι του Ρίλκε.
Γκρεμός είναι οι καμπύλες της
κι ανίδεο τ’ αγέρι τις θωπεύει
καθώς ορθώνει στα ωχρά δευτερόλεπτα
τη δική του χαρά ο πτηνόσαυρος.
Τότε φωνάζει κάποιος «αποτύχαμε στο θάνατο»
και μια γριούλα με χουνί τον αποπαίρνει τραγουδώντας:
«Μια ιστορία εγκυμοσύνης είναι τ’ άνθος –
δεν το ξέρατε; Γιορτάζει σήμερα η κολοκύθα»!
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]

 

Νάνος Βαλαωρίτης: Δεν θα αργήσει μια κοινωνική έκρηξη, αν εξακολουθήσει αυτή η παράφρονη πολιτική

$
0
0
«Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της Ευρώπης, η γέννησή της. Όποιος Ευρωπαίος τη σβήνει από τον χάρτη, σβήνει αυτόματα και τον εαυτό του»



Επιμένει ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο δισέγγονος του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ο «Διαμαντένιος Γαληνευτής», ο Έλληνας ποιητής που ταξίδεψε και δίδαξε ποίηση και την ελληνική ποίηση σ'όλο τον κόσμο, έγραψε και βραβεύτηκε, συναναστράφηκε με τα πιο φωτεινά πνεύματα της εποχής (Ελιοτ, Ντίλαν Τόμας, Οντεν), φίλος του Ελύτη και του Εμπειρίκου, ζώντας αυτό - που - τώρα - αποκαλούμε μεγάλη - κρίση - της - εποχής. Δηλώνοντας, ταυτοχρόνως, «απαίσια αισιόδοξος».
Ο Νάνος Βαλαωρίτης μιλά στο «Έθνος της Κυριακής» για τα πάντα: το παρελθόν και το παρόν, την κρίση, την ποίηση, εμάς και τους άλλους, το σκοτεινό φαινόμενο της Χρυσής Αυγής. Για τα καινούργια βιβλία του, τα δοκίμια «Ή του ύψους ή του βάθους» και για το ποιητικό «Πικρό καρναβάλι» (εκδόσεις Ψυχογιός, και τα δύο).

«Ή του ύψους ή του βάθους» σήμερα, κύριε Βαλαωρίτη; «Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες ως λαός συνήθως αναδεικνύονται καλύτερα στις έκτακτες περιστάσεις, όπως και στην αρχαιότητα: Περσικοί Πόλεμοι, εναντίον των Καρχηδονίων στη Σικελία, του ύψους, του βάθους ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, η κατάκτηση του Μεγαλέξανδρου, του ύψους, του βάθους, οι επίγονοι ανάμεσά τους. Εικοσιένα του ύψους, οι εμφύλιοι του βάθους». Κύριε Βαλαωρίτη, είχατε την ευλογία ή την τύχη να ζήσετε την Ελλάδα και τους Έλληνες και από μακριά και από κοντά, η εποχή μας είναι «του ύψους» ή «του βάθους», κύριε Βαλαωρίτη;
Ρώτησαν κάποτε τον Ναζρεντίν Χότζα γιατί απαντάει στις ερωτήσεις πάντοτε με άλλη ερώτηση. «Αυτό κάνω;» απάντησε. Του βάθους και μάλιστα αρκετά μέτρα κάτω από τους άλλους εταίρους του Νότου στα Τάρταρα. Για να ξαναδιατυπώσω το ερώτημα. Πέσαμε από μόνοι μας στα βάθη με τον υπερβολικό δανεισμό και σπατάλη επί Ανδρέα Παπανδρέου;  Θα ήμαστε στην ίδια κατάσταση αν δεν είχαμε μπει στο ευρώ; Αυτοί που μας ενθάρρυναν γιατί το έκαναν κι εμείς γιατί φτάσαμε στο σημείο να κατεβάσουμε το έλλειμμά μας από 10% σε 6% με κάποιο κρυφό δάνειο; Και γιατί αυτή η πρεμούρα;
Επειδή είχαμε φτάσει σε μεγάλα ύψη με το χρέος μας; Έκανε σωστά ο Σημίτης ή λάθος; Αν τον καθίζαμε στο σκαμνί πώς θα το δικαιολογούσε; Έχω καταλήξει να συγκρίνω τον Σημίτη εν μέρει με τον Αλκιβιάδη, τον πιο δαιμόνιο Αθηναίο πολιτικό και στρατηγό. Άνισα μεγέθη αλλά παρόμοιες περιστάσεις.
Ο Αλκιβιάδης, εκεί που θα νικούσε στις Συρακούσες, τον περίμενε η Σαλαμινία τριήρης με τους εντεταλμένους κήρυκες να τον συλλάβουν για την κατηγορία της ασέβειας στους θεούς σχετικά με τους Eρμοκοπίδες.
Κατέφυγε στη Σπάρτη. Το 1920 κατεψήφισαν οι Έλληνες τον Βενιζέλο με τα γνωστά αποτελέσματα, και τον Σημίτη το 2003? μόλις πήγαινε, λένε, να φτιάξει τα οικονομικά μας, και ψήφισαν υπέρ του Καραμανλή Β', και όταν αυτός πήγε να ορθώσει ανάστημα εναντίον του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ, χάθηκε το Κάρμα του και ήρθε ο Γ. Παπανδρέου και πέσαμε στο Μνημόνιο και το ΔΝΤ. Του βάθους λοιπόν και τι βάθος, μόνο μετά το 1922 και την Κατοχή με τον Εμφύλιο ήμασταν σε τέτοιο βάθος?

«Πικρό καρναβάλι» η ποίηση σήμερα;
Γιατί «Πικρό καρναβάλι»; Τελικά το ευρώ, αντί να ενώσει την Ευρώπη, τη χώρισε σε δύο στρατόπεδα, τους Βόρειους και τους Νότιους. Τους πλούσιους και τους φτωχούς.
Και παίζεται ένα διπλό παιχνίδι ανάμεσά τους, απάτης και εξουσίας. Τα Ουκάζια της λιτότητας επιβάλλονται με τη χάρτινη γροθιά του χρήματος και τις απειλές, όπως φάνηκε στην Κύπρο.
Όμως, στη γενικότερη Ευρώπη, όσο και διηρημένη και να 'ναι, γίνονται αντιληπτά τα κόλπα της Γερμανίας για επιβολή του μοντέλου λιτότητας και εξαγωγών και υψηλών επιτοκίων, ώστε να είναι σφιχτό το χρήμα τους που μόνον αυτούς ωφέλησε μέχρι τώρα μ'ένα τεράστιο πλεόνασμα.
Αλλά σαν τους τσιγκούνηδες κάθονται επάνω του, χωρίς να λογαριάζουν ότι δεν θα τα πάρουν μαζί τους και φέρονται σαν τον κακό γιο στην παραβολή, που θάβει το χρυσό του νόμισμα.
Αυτά δεν είναι το αποτέλεσμα μιας κουφολαλιάς που καταλήγει στην απίστευτη ταλαιπωρία εκατομμυρίων Ευρωπαίων με φτώχεια, πείνα και ανεργία. Αφενός λοιπόν η ανοησία προσωποποιημένη, των κλόουν της οικονομικής ελιτ, αφετέρου η εγκληματική και εγωιστική μιζέρια πανικού και απίστευτης συσσώρευσης κέρδους που δεν ωφελεί ούτε τους ίδιους... Ό,τι πιο πικρό ποτήρι μπορεί να υπάρξει.Τα ποιήματα παίζουν, ειρωνεύονται και χλευάζουν αυτές τις νοοτροπίες χωρίς να είναι κηρύγματα απ'τον άμβωνα, αλλά ένας συνεχής χορός μυθικού και αμφισβητούμενου Ζαλόγγου? Στην άκρη του γκρεμνού. Ήταν όμως;

Είχατε πει σε παλιά μας συνέντευξη ότι η ποίηση είναι συχνά χρησμική. Πώς βλέπει ένας ποιητής αυτό-που-μας-συμβαίνει ή αυτό-που-μας-περιμένει;
Ο Αρθουρ Ρεμπό είχε γράψει η ποίηση πρέπει να 'ναι οραματική... Ο Αντρέ Μπρετόν η ποίηση θα 'ναι αναταραχτική ή δεν θα 'ναι. Εννοούσε με τον τρόπο που σχηματίζονται τα κρύσταλλα σε ηφαιστιακές αναταραχές. Η ποιητική γλώσσα από τη φύση της είναι γριφώδης, έχει χρησμικό χαρακτήρα και ύφος? αν πάψει να είναι αμφίδρομη, δεν θα 'ναι ποίηση. Βγαίνει όπως η λάβα απ'το υποσυνείδητο και σχηματίζει εκπληκτικές μορφές κανονικά περιγράμματα, περίπλοκα, όπως τα ρόδα της ερήμου. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν συνδέεται με την εποχή και το περιβάλλον η συνείδηση του ποιητή ταυτόχρονα. Γι'αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να διατυπώσει κανείς την ενδόμυχη λειτουργία της με άλλα λόγια έξω από την ίδια. Είναι ένα φαινόμενο, «Ποίημα απεριόριστο» όπως λέει ο Σαίξπηρ στον Αμλετ, για τους παίχτες του θιάσου.

«H Ελλάδα που την έσβησαν απ'τον Χάρτη / Απ'τον γήινο χάρτη είναι σβησμένη η Ελλάδα/ Κι έγινε πάλι όπως ήταν άλλοτες έναν καιρό/ Μια Ιδέα και αναλήφτηκε στον γεωμετρικό/ Της Ουρανό απ'όπου δεν ξανακατέβηκε». Η Ιστορία; Το παρελθόν; Τα όσα ζήσαμε;
Η Ελλάδα είναι το σύμβολο της Ευρώπης, η γέννησή της. Όποιος Ευρωπαίος τη σβήνει από τον χάρτη σβήνει αυτόματα και τον εαυτό του.
ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΧΗ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΩΣΟΥΜΕ
Να μην αφήσουμε τη Γερμανία σε χλωρό κλαρί για όσα υποστήκαμε και για όσα μας οφείλει

Αυτό που ζούμε σήμερα, το είχατε ποτέ φανταστεί;
Αυτό που ζούμε σήμερα είναι ένας αναμενόμενος εφιάλτης που τον υποπτευόμασταν ότι θα 'ρχόταν κάποια μέρα για άγνωστες τότε σ'εμάς ακριβείς περιστάσεις σαν ένα προμήνυμα καταστροφής που δεν ήταν δυνατόν να μαντέψεις το τι θα 'ταν αλλά είχες μια ιδέα ότι θα 'ταν οικονομικής φύσεως εφόσον περιοδικά στο σύστημα εμφωλεύουν τέτοιες θύελλες όπως έγραφε ο Μαρξ, ότι τις εμπεριέχει το καπιταλιστικό καθεστώς, και μάλιστα όταν μοιάζει να λειτουργεί ως ο καπιταλισμός της κατανάλωσης με ευφορία, οπότε συσσωρεύονται δάνεια με το εύκολο χρήμα απ'τις πιστωτικές κάρτες, και τις φούσκες με τα δάνεια ακινήτων, οδηγώντας σε χρεοκοπίες του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως μου το είχε προβλέψει ένας φίλος οικονομολόγος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, φέρνοντας ως παράδειγμα ακριβώς αυτό το μοντέλο αλλά ξεκινώντας στην Ιαπωνία. Δεν ξέρω αν το είχε προβλέψει τόσο κοντά στη Wall Street.

Την άνοδο της Χρυσής Αυγής πώς τη βλέπετε; Ο ναζισμός μοιάζει σαν να μην έπαψε να υφίσταται ποτέ!
Γι'αυτό, το μόνο που έχω να πω είναι ότι η επιλογή από ένα μέρος των ψηφοφόρων του ολοκληρωτικού δεδηλωμένου ΧΑ ρατσιστικού νεοναζισμού με εγκληματικές μεθόδους των SS, δηλαδή ταγμάτων εφόδου, όχι μόνο δεν είναι λύση αλλά μας πηγαίνει πίσω στη φοβερή δεκαετία του '30 στη Γερμανία, όταν άκουγα τον Χίτλερ να γαβγίζει στο μικρό μου ραδιόφωνο από τα πρώτα, το 1935-39.
Από τότε, ηλικία 14 ετών, ήμουν αντιφασίστας και εναντίον του δικού μας μεταξικού καθεστώτος που με έντυνε αναγκαστικά να παρελαύνω με στολή, καταλήγοντας μετά από αιματηρό πόλεμο εναντίον του άλλου ιταλικού φασισμού, στην Κατοχή, οπόταν έγινε η Αθήνα Μπέλσεν με τους θηριώδεις Γερμανούς. Με τα μαυρισμένα πτώματα στους δρόμους από πείνα.

Πόσο ευδιάκριτο είναι το καλό και το κακό στις μέρες μας;
Είναι σαφέστατο αν ξέρεις να κρίνεις. Η άγνοια και η έλλειψη μνήμης οδηγούν στο κακό. Αυτό ισχύει και για τη σημερινή στυγνή οικονομική δικτατορία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, και των εκτελεστών της εδώ σε μας, που κατάστρεψε ήδη την οικονομία μας, καλή, κακή, ανάποδη, δεν έχει σημασία. Πρόκειται για γυμνή βία.

Κι εκείνο που οφείλουμε να κάνουμε;
Εμείς έχουμε τα χέρια μας δεμένα απ'το ευρώ, αλλά μπορούμε να διατηρήσουμε τη διαύγειά μας και να κάνουμε πολεμική κριτική στην ευρωπαϊκή οικονομική ελίτ με επικεφαλής τη Γερμανία και να εξακολουθήσουμε να ζητάμε τις αποζημιώσεις πολέμου, την επιστροφή του αναγκαστικού δανείου κατοχής, να τους υπενθυμίζουμε, όπως κάνουν οι Εβραίοι το ολοκαύτωμά τους, το δικό μας με τις σφαγές και καταστροφές εκατοντάδων χωριών και χιλιάδων ανθρώπων, να μην τους αφήσουμε σε χλωρό κλαρί για όσα μας οφείλουν, είδατε πόσοι λίγοι Γερμανοί ήρθαν φέτος στην Ελλάδα, ξέρουν πολύ καλά ότι δεν είναι ευπρόσδεκτοι, πάνε οι ψευτοφιλίες των μεταπολεμικών χρόνων, και οι κούφιες μετάνοιες, δεν έχουμε δει ούτε ένα ευρώ απ'αυτούς, τα δάνεια δεν είναι αποζημιώσεις, τα μνημόνια λιτότητας είναι ληστρικά γιατί όλα τα χρήματα του ελληνικού Δημοσίου πάνε στους δανειστές? με επιτόκια δηλαδή στους Γερμανούς ?δεν θ'αργήσει μια κοινωνική έκρηξη ?αν εξακολουθήσει αυτή η παράφρονη εκδικητική πολιτική.
Αν σταματήσουμε την αντεπίθεση σ'αυτόν τον πόλεμο εντυπώσεων και μάλιστα κραυγάζοντας πιο δυνατά, κανένας δεν θα μας ακούσει. Επειδή από μας δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, πρέπει να χτυπήσουμε στο κέντρο στη φωλιά τους.
Είδατε μόλις άνοιξε ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, λίγο τη στρόφιγγα, πώς του πέσαν'επάνω σαν άγρια κοράκια κραυγάζοντας... οι οικονομίες μας... μας ληστεύει τις οικονομίες μας. Εκεί βρίσκεται το πεδίο της μάχης κι όχι να τρωγόμαστε μεταξύ μας...

Είστε αισιόδοξος, κύριε Βαλαωρίτη; Η καλύτερη και η χειρότερη μελλοντική εκδοχή;
Είμαι απαίσια αισιόδοξος. Αμα βλέπεις το άδικο και αγριεύεις είσαι αισιόδοξος, δεν σκύβεις κεφάλι. Θυμηθείτε το παράδειγμα του Μακρυγιάννη... Τα παιδιά του ανέτρεψαν αυτούς που τον παίδεψαν, τον κατεδίωξαν, τον βασάνισαν... Αισθάνομαι όλους τους Ελληνες παιδιά μου, είμαι αρκετά ηλικιωμένος για να έχω γνωρίσει πολλούς από αυτούς από μικρούς. Δεν πιστεύω να 'χει αλλάξει το μέταλλο της ψυχής τους. Αν αντισταθούν θα νικήσουν τους υπεύθυνους για ό,τι κακό επέβαλαν.

[ΠΗΓΗ: συνέντευξη στην ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ που δημοσιεύτηκε στο ΕΘΝΟΣ]

Μάτση Χατζηλαζάρου, Πόθοι άτακτοι σαν φτερώματα και τόσα λόγια Σύννεφα σαν μια επιγραφή στον Ουρανό όπου εραστές χαϊδεύονται χορεύοντας στην Πανσέληνο

$
0
0
Και δε σημαίνει ότι έχουν έναν προορισμό, μονάχα αποκαλύπτοντας μια δέσμη φως ή μια πτυχή, σπρώχνουν ελαφρά τ’ αντικείμενα προς τ’ ανοιχτά μας χέρια και τα Ονόματα, αυτά τα ονόματα τα μπιρμπιλωτά τα διάστικτα τα πλουμισμένα από πρόσωπα ή ονόματα καφετιά ελιά στο μάγουλο όπως Λία ή ονόματα γαρίφαλα, Δωροθέα Νέλλη ή ονόματα τουλίπες Άννα Μπέττυ Σάρα Δάφνη θες ονόματα για να χορέψεις Μαρίνα Μήλια Πουλουδιά Αλέξη Νικήτα Γιώργο Άπτον Εριφύλη Φανή Χαβιερνα χαμογελάς βαθιά σαν χαρούμενο ξόμπλι από πέταλα άγριας ίριδας καιτα κρόσσια απ’ τα λόγια μας να κινούνε σαν κοπάδια μέδουσεςαλλά κάποτε μια χρυσαφένια μέδουσα ξεπέφτει στην παραλία σκορπώντας τ’ απομεινάρια της ζωής της του ήλιου της…  Φιαλίδιο των στεναγμών, τριγμοί σε άβυσσο προσδοκίας, φιαλίδιο των στεναγμών και τόσος έρωτας δικός μας κι από τη φλογοβόλο τούτη προσδοκία το σώμα όσο αληθινό και το βάθος του χαδιού… αληθινά και τα χείλια που ξεσπάνε κύμα πάνω σε κύμα έντασης…

 [Την πιο ηδονική αφή την έχει το σταφύλι του πρωί, σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη τη λεπτή. Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα, και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού. Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, θέλω να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου, που ’ναι σα χόρτα στην άκρη του ποταμού. Ερχομός, δεσμός, αναχώρηση: να τα κρατήσουμε σαν το χαρταετό με ΚΛΙΚ  στον καιρό όταν είναι πολύ αίθριος ]

Τοπία (από την ποιητική συλλογή ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΕΧΟΥΝ ΚΡΟΣΣΙΑ)
Φιαλίδιο των στεναγμών
και τα λόγια ροδαλο-ερωτικά ή κάτωχρα ή πένθιμα που εμποδίζουν τον πατέρα μου να ξαναζήσει το πρωινό μου των έντεκα χρονών σε μιαν αμμουδιά
επίσης δυσκολεύεται ένα πουλί εγγαστρίμυθο
hoccoστο PetitLarousse
μου το μάθαινε αυτό το πουλί

νύχτα-μέρα νύχτα-μέρα νύχτα
μέρα-νύχτα μέρα-νύχτα μέρα

τούτο το νταμωτό είναι έρμα και σημαδούρα της παράκτιας μνήμης
φάρος σε σταθερή λάμψη ή με παραλλαγές σε περιττό αριθμό
ανάλογα με το αν υπάρχω
κοντά στη φουσκονεριά
κοντά στη φυρονεριά

φιαλίδιο των στεναγμών
τριγμοί σε άβυσσο προσδοκίας

εγώ
καταγωγή μου τα λόγια
και σε κάθε μια απ’ τις πτυχές των σωθικών μου και ως τις πιο ελάχιστες ρυτίδες μου και μες σε καθένα μου μάτι και μες στα μαλλιά και στις χειρονομίες μου ακόμα ή στα έπιπλά μου και στα τοπία μου θα μάθω ένα φθόγγο που θε να το ζήσει το βίωμά μου

φιαλίδιο των στεναγμών
και τόσος έρωτας δικός μας

ένα δράκος έξαλλος από φθινόπωρο
ξερνάει φλόγες πουλό-φυλλα
μα τι είναι το κόκκινο το άσπρο το κίτρινο τι είναι το καστανό χρώμα των κάμπων ως την κόρη του ματιού μου
εσύ θάμπος κίτρινο φανατίζεις το περίγραμμά σου είσαι το ανάβρυσμα του ξέφωτου κίτρινο Αιματί εσύ
μπρος στους δρόμους μας τ’ αγράμπελα ηλιοβασιλεύουνε
οι αγριόχοιροι οι αλεπούδες και οι λαγοί δέκα δέκα
θημωνιές αγελάδες κι οι κηλίδες πάνω στην ασπράδα τους
θυμήσου τα χρώματα των φύλλων που πάταγες γυμνόκαρδα
παράτα παράτα σου λέω την σαχλή σου κτήση πάνω στις καπουτσίνες που φτερώνουν τώρα στο τραπέζι

τόσος έρωτας δικός μας
κι απ’ τη φλογοβόλο τούτη προσδοκία
το σώμα όσο αληθινό και το βάθος του χαδιού
δένδρα γεννιούνται κι οι πόλεις τους κι οι ουρανοί τους και τα ποτάμια τους ή οι γαλάζιες τους λιμπελούλες
μονοπάτια καίονται και καπνίζουν ως την κορφή ενός νησιού του Αιγαίου
πέτρες υπάρχουν ωραιότερες κι απ’ τον ήλιο
χωράφια περιμένουν την ώρα που κράζουν τα πουλιά
κι απ’ αυτό το βάδισμα αγριμιού που πάει να ποτιστεί γεννήθηκε μια σιγουριά
η μυρουδιά του φυκιού η μυρουδιά της μούσκουλης είναι αληθινή
αληθινά και τα χείλια που ξεσπάνε κύμα πάνω σε κύμα έντασης

φιαλίδιο των στεναγμών
δε θ’ αδειάσει πρώτα απ’ τη ζωή μου
απόψε αιμορραγώ κάμποσα χρόνια
τόσος έρωτας δικός μας
και να απ’ την κοινή τάφρο της οδύνης
λέγονται αυτά τα λόγια

μακριά νιώθω πάντα μερικά δενδρύλλια κάθετα πάνω στη ράχη ενός λόφου


Τα λόγια έχουνε κρόσσια (ένα κείμενο που χορεύεται – έχει διάφορες φωνές)
Ξέρω φτερώματα με άσπρα στίγματα απ’ το ίδιο εκείνο άσπρο που σκίζει τα παραθυρόφυλλα
και που ξαναβρίσκεται επίσης μες στα δάση κάτω απ’ ένα φούντωμα περικοκλάδας
εκεί που η οχιά αφήνει το πουκάμισό της

είναι τα λόγια σαν φτερώματα με στίγματα

και τόσα λόγια Σύννεφα
σωρεία νήματα ισχνά συνοχές μες στον ουρανό μας φλάμπουρα και λάβαρα με μιαν επιγραφή
το παν είναι ομιλία ως το αίμα
όμως ένας λόγος είναι και μάτι
και κλήση και χούφτα ανοιχτή

ασφοδίλι

ψηλά από βράχο πέφτει
είναι κοπέλες με νωχέλεια που τα’ αφήνουμε και κατρακυλάει μες στη ρεματιά για ν’ ακούσουν την ηχώ του

ασφοδίλι δίλι δίλι
ασφοδίλι άσφο ασφοδίλι

είναι γλυπτές οι υδρορροές των εικόνων στο Παρίσι που αντανακλούν την πόλη του λόγου μες στις στέρνες

κι οι παλμοί που έχουνε τα φώτα τους σε κάθε σταυροδρόμι

πράσινο – κίτρινο – κόκκινο – κίτρινο – πράσινο – κίτρινο
κόκκινο – κίτρινο – πράσινο – κίτρινο – κόκκινο – κίτρινο

όσο οι φάροι ψάχνουν μες στις καστανιές και τις ακτινωτές γρίλιες
όλων των δένδρων κοντά στη λεωφόρο

σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου οι εραστές χαϊδεύονται με παράξενα λόγια από φλούδα καϊσιού

τα λόγια της γητειάς είναι πουλάρια νεογέννητα
πηδάνε άτακτα πάνω στα ισχνά τους πόδια
πόθοι εκείνων είναι τα στίγματα

και δε σημαίνει ότι έχουν έναν προορισμό
μονάχα ανακαλύπτοντας μια δέσμη φως ή μια πτυχή
σπρώχνουν ελαφρά τ’ αντικείμενα προς τ’ ανοιχτά μας χέρια

και τα Ονόματα

θες ονόματα για να χορέψεις

Μαρίνα Μήλια Πουλουδιά Πουλουδιά
Αλέξη Νικήτα Γιώργο Άπτον
Εριφύλη Φανή
Χαβιέρ Χαβιέρ Χαβιέρ

αυτά τα ονόματα τα μπιρμιλωτά τα διάστικτα τα πλουμισμένα από πρόσωπα ή ονόματα καφετιά ελιά στο μάγουλο
όπως

Λία
ή ονόματα γαρίφαλα
Δωροθέα Δωροθέα Νέλλη
ή ονόματα τουλίπες
Άννα Μπέττυ Σάρα Δάφνη

και δε σημαίνει ότι έχουνε έναν προορισμό
μονάχα αποκαλύπτοντας μία δέσμη ή μία πτυχή
σπρώχνουν ελαφρά τ’ αντικείμενα προς τ’ ανοιχτά μας χέρια

τα κρόσσια απ’ τα λόγια μας κινούνε σαν κοπάδια μέδουσες
κάποτε μια χρυσαφένια μέδουσα

τα ξέπλεκα μαλλιά της ακρόπρωρης γοργόνας είναι μια χρυσαφένια μέδουσα

κάποτε μια μέδουσα ξεπέφτει στην παραλία σκορπώντας τ’ απομεινάρια της ζωής της
του ήλιου της

ένα μακρύ καλοκαιριάτικο απόγευμα μέδουσα είναι ή ακρόπρωρη γοργόνα

αυτή η μέδουσα που ξέπεσε στην παραλία την τριγυρνάει ένας σκύλος που πηδάει και ξύνει και γαβγίζει και μυρίζει έξαλλος γαβγίζει ολόκληρο ένα μακρύ καλοκαιριάτικο απόγευμα

τα κρόσσια απ’ τα λόγια μας κινούνε σαν κοπάδια μέδουσες

υπάρχει ένα σαράκι που τρώει τα καράβια και άλλα κουτσουρεμένα δένδρα

τούτα τα δένδρα κάνουν για τις κούνιες τα κρεβάτια και τα φέρετρα

τον Απρίλη το σαράκι χτυπάει τα ξύλα λέγεται
ρολόι του θανάτου

οι αιγωλιοί ολολύζουνε

οι αιγωλιοί ολολύζουνε μαύρη η νύχτα μου ανοίγει μιαν απέραντη κόρη του ματιού πρησμένη απ’ το φόβο

οι αιγωλιοί ολολύζουνε οι αιγωλιοί ολολύζουνε οι αιγωλιοί ολολύζουνε οι αιγωλιοί ολολύζουνε

οι αιγωλιοί ολολύζουνε
χτες που είναι το χτες εδώ είναι όλα πλάνεμα
οι σφαδασμοί των ημερών μου σαρώθηκαν σαν τόσα έντομα

τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα
τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα

τόσα έντομα καρβουνιασμένα πάνω

τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα
τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα

στο καζάνι της ατμομηχανής

τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα
τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα έντομα τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα

τόσα δένδρα που οι ρίζες τους

τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα

θα ’καναν περισσότερη σκιά από τα κλαδιά

τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα δένδρα τόσα τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες

τόσες πέτρες ασάλευτες είναι η αιτία

τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες

μιας σπαρακτικής κραυγής πόνου

τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες πέτρες τόσες

οι ζωές και οι νύχτες της προσδοκίας που δεν θα επουλώσεις ποτέ
τόσες χαίνουσες και ανυπολόγιστες όσο
τα τέλη ενός γαλαξία
τόσο λεπτόλογα προσιτές σαν τη μικρή λάμψη πάνω στο χερούλι μιας πόρτας

τότε ανάβει το πρώτο γέλιο

κουβαρίστρα τα γέλια που ξετυλίγουμε σιγά-σιγά κρατώντας την άκρη της κλωστής ανάμεσα στα δόντια

απ’ τα παράθυρα της αυλής ένας ήχος πιατικών και μεγάλες κουταλιές παιδικά γέλια

κοντά στο ποτάμι γέλιο είναι ο ψαροφάγος βουτηχτής
χαρούμενο ξόμπλι από πέταλα άγριας ίριδας

χορεύτρια ο ποδόγυρός σου κυματίζει χείλια και γέλια πάνω στα γόνατά σου και στη γοητευμένη σκιά απ’ τα λόγια

ασφοδίλι δίλι δίλι
ασφοδίλι άσφο ασφοδίλι

είναι κάτι φτερώματα με άσπρα στίγματα απ’ το ίδιο εκείνο άσπρο που σκίζει τα παραθυρόφυλλα
και που ξαναβρίσκεται επίσης μες στα δάση κάτω απ ’να φούντωμα περικοκλάδας εκεί που η οχιά αφήνει το πουκάμισό της

είναι και λόγια σα φτερώματα με στίγματα

τ’ ανοιχτά μας χέρια
κοντά στ’ αντικείμενα
που ελαφρά τα σπρώχνουν
μια πτυχή
μια δέσμη φως
αποκαλύπτοντας
τα λόγια
και δεν σημαίνει ότι έχουν έναν προορισμό

 [επιλογές λέξεων από τη συγκεντρωτική συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ της Μάτση Χατζηλαζάρου, όπου τα λουλούδια των δένδρων είναι τα πουλιά, το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού. Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου κι Ποίησή μας η Ζωή.]

Νάνος Βαλαωρίτης, Μια γυναίκα με πράσινο φόρεμα στεκόταν στη γωνιά του δρόμου του παλατιού

$
0
0
Σιωπή παγερή, σιωπή γεμάτη αγκάθια σιωπή από άγρια πρόσωπα και κόκκινα μάτια –σιωπή – Σιωπή θα τα πω στον πλάστη όλα, για να μάθεις να είσαι συνεπής και ορθόδοξος… Omniaexnihilosunt

Ο ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟΣ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗΣ… πυροβολούσε συνεχώς, υποχωρώντας με το δάχτυλο στη σκανδάλη, υποχωρούσε στην αρχή δεξιά και ύστερα αριστερά, ώσπου αισθάνθηκε στην πλάτη του τον τοίχο. Αλλά ο τοίχος δεν ήταν εμπόδιο στο ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗ και άρχισε να βυθίζεται μέσα του σιγά- σιγά σα να διέσχιζε ένα θάμνο. Σπιθαμή-σπιθαμή ξαναγινόταν ο τοίχος, ο τοίχος στο μέρος όπου είχε περάσει έγιανε απ’ την πληγή που του είχαν κάνει τα κύτταρα του σώματος του ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟΥ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗ. Εκείνοι που τον καταδιώκαμε κάναν κράτει στ’ άλογά τους- όλα γυάλινα: ξεπέζεψαν. Μπήκαν στ’ άλογά τους (ήσαν όλοι δούρειοι οι ίπποι τους) και ήσυχα-ήσυχα ακολούθησαν τα ίχνη του μέσα στον τοίχο. Ο τοίχος φουσκώνοντας πού και πού, τους ρουφούσε μέσα του. Βογκούσε συνεχώς – αλλά ο ήχος των πυροβολισμών ήταν μουντός σαν πνιγμένος ώσπου χάθηκαν ολότελα. Τα γυάλινα άλογα ξαναβγήκαν απ’ τον τοίχο ένα-ένα: το τελευταίο τον κουβαλούσε μέσα του –αντί για τον αναβάτη του. Είχε προσχωρήσει σ’ αυτούς που τον κυνηγούσαν, είχε γίνει ένας από αυτούς. Κι εδώ τελειώνει η ιστορία του Διαμαντένιου Γαληνευτή.

Με ακουστική φαντασία (από τις εκδιηγήσεις του Νάνου Βαλαωρίτη Ο ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟΣ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗΣ, Ύψιλον/ βιβλία 1981)


Η νύχτα έπεφτε στην Αθήνα όπως και στις άλλες πόλεις του κόσμου.Μια γυναίκα με πράσινο φόρεμα στεκόταν στη γωνιά του δρόμου του παλατιού. Από μακριά φαινόταν νέα με πολλά μαύρα μαλλιά, αλλά από κοντά ήταν γριά. Δεν ήξερα καθόλου ποιος ήμουν και πού πήγαινα. Είχα έρθει εδώ το πρωί για πρώτη φορά. Κι όμως ζούσα εδώ από χρόνια. Ζούσα εδώ από χρόνια κι όμως δεν ζούσα εδώ. – Είχα φτάσει εκείνο το πρωί εκείνο το πρωί στις εφτά και οχτώ λεπτά στις αφίξεις της αφετηρίας της Ολυμπιακής Αεροπορίας στην πλατεία Συντάγματος (οδός Όθωνος 10 για την ακρίβεια). Είχα φτάσει εκεί το πρωί ολομόναχος. Κανένας εκτός από την αστυνομία δεν ξέρει ποιος είμαι. – Κι όμως μπροστά μου ήταν ένας άνθρωπος που περίμενε εμένα. Με περίμενε από χρόνια. Με περιμένει τώρα. Με περίμενε κι όμως δεν ήξερε ποιον περίμενε. Μου έκανε ένα νεύμα και μπήκαμε σ’ ένα ταξί. «Πού πάμε;». Όπου θέλετε απάντησε. – Όπου θέλετε σήμαινε σ’ ένα μέρος μονάχα. Σ’ ένα μέρος που ήξερα από χρόνια. Μια κλινική για τα νεύρα.
Όπως και στις άλλες πόλεις του κόσμου η νύχτα έπεφτε και στην Αθήνα.Αλλά τι σημαίνει αυτός ο θόρυβος, αυτό το βουητό; Μήπως είναι τα αυτοκίνητα μήπως είναι άλλου είδους τρομάρες μήπως είναι μεγάλα πορτοκάλια που κυλούν στις κατηφορικές λεωφόρους και πέφτουν με ορμή πλοίου που εμβαπτίζεται ναυπηγημένο, πετώντας δεξιά και αριστερά πελώριους πίδακες που γίνονται σιγά-σιγά κύματα – ορθογώνια τρίγωνα επάνω στην οριζόντια επιφάνεια γαλήνης – οριζόντιο για μικρά μόνο διαστήματα – για μεγαλύτερα – μια καμπύλη, ένα τόξο, μια σφαίρα, μια μπάλα νερού.
Στις επάλξεις της νύχτας στεκόμουνα και δίπλα μου ο άλλος εκείνος, ατός που δεν ήξερα, που δεν με ήξερε.Ο άγνωστος άνθρωπος που ήμουνα γι’ αυτόν, ήμουνα και για μένα. Από το μηδέν ξεκινώ και στο μηδέν ξαναπάω. Σιωπή, ουρλιαχτό, και πάλι σιωπή. Ο άγνωστος πλησιάζει τα δόντια του στο λαιμό μου. Θέλει να ρουφήξει το αίμα μου, θέλει να μου το πιει. Δράκουλας αλλά δεν είναι εκείνος, είναι άλλος ένας, αυτός που του μοιάζει χωρίς να ’ναι αυτός. Ετοιμάσου για τον Άγιο Φραγκίσκο μου ψιθυρίζει. Είσαι άγγελος της κολάσεως, έτσι δεν είναι; του λέω. Σιωπή παγερή, σιωπή γεμάτη αγκάθια σιωπή από άγρια πρόσωπα και κόκκινα μάτια –σιωπή – Σιωπή θα τα πω στον πλάστη όλα, για να μάθεις να φέρεσαι να μάθεις να είσαι συνεπής και ορθόδοξος. Αντίο – φεύγεις αλήθεια; Αμ τι νόμιζες; φεύγω!
Για πάντα; Για πάντα – Αντίο, αντίο, αντίο.
Omniaexnixilosunt

[Ο ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟΣ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗΣ γράφτηκε την τετραετία 1963-67. Όπως η ανακάλυψη της πυρίτιδας, όπως η ανακάλυψη του έλικα από έναν γραφιά στο λιμάνι της Βουλώνης κατά τους Ναπολεόντιους πολέμους, που παρατήρησε ότι η πρυμναία αυλάκωση του νερού στο πέρασμα ενός πλοίου σχημάτιζε ένα οκτώ, έτσι κι εγώ ανακάλυψα τον ΔΙΑΜΑΝΤΕΝΙΟ ΓΑΛΗΝΕΥΤΗ κοιτάζοντας τους ιριδισμούς ενός ιστού αράχνης. Το πλαίσιο του γραψίματος είναι φασματικό. Περιέχει όλο το ουράνιο τόξο της γραφής όπως θα απλώνονταν σ’ έναν χώρο ομοιόμορφο… Την εποχή εκείνη προσπαθώ να απαγγιστρωθώ από το μοντερνισμό, δηλαδή το χωρισμό μορφής και περιεχομένου, αναζητώντας μιαν ενοποίηση του γραψίματος με εκτεταμένη επιφάνεια που να καταλύει το ειδικό θέμα σε μια συνεχή αναθεματογράφηση: η μια ιστορία συνεχίζει την άλλη χωρίς να την συνεχιζει και γίνεται έτσι προδρομική της σημερινής φάσης που διασχίζει η ποίηση στη Δϋση… - από το οπισθόφυλλο του βιβλίου]


Νάνος Βαλαωρίτης, Με σάρκα από πηλό και φώσφορο, με γλώσσα από υδράργυρο, συκώτι από χαλκό, καρδιά χρυσή…

$
0
0
… φιλί ασημένιο κι ο θυρεός του σεξ στα δυο της πόδια ανάμεσα! Κείνο που μου ’δωσε ήταν απερίγραπτο, μια αίσθηση από ρεύμα ηλεκτρικό, ένα φευγάτο πεταλούδισμα όταν με κοίταζε, όταν με πέρναγε από το κόσκινο της ηδονής της! Ανάμεσα στα δυο βυζιά της ανακάλυψα ένα κουμπί που είχε επάνω τ’ αρχικά της, ψηφία σε μια γλώσσα πεθαμένη κι άγνωστη που τη μιλούσαν οι άγγελοι πριν απ’ τον άνθρωπο… Αλίμονο στα μάτια που θα σε δουν κατάματα κι αλίμονο στα κορίτσια που σ’ αγαπούν παράφορα μα χίλιες φορές αλίμονο στην ομορφιά του κόσμου…


Τα ίδια και τα ίδια και ξανά τα ίδια και φτου κι από την αρχή- Τα ίδια πράματα τα ίδια λόγια οι ίδιοι δρόμοι οι ίδιοι άνθρωποι οι ίδιες φάτσες οι ίδιοι χρόνοι – δεν αλλάζουν με κανένα τρόπο. Το ίδιο τροπάρι –τα ίδια λόγια, τα ίδια χρώματα τα ίδια πατώματα και αυτοί που τα πατάνε οι ίδιοι. Τα ίδια καθίσματα τα ίδια τραπέζια – και όπου κάθονται, τα ίδια πίνουν – τα ίδια λένε και τα ίδια γράφουνε και ξαναγράφουνε και για ν’ αλλάξουν λιγάκι πάλι, στα ίδια και τα ίδια και τα ίδια συζητάνε και τα ίδια θέματα τα ξανασυζητάνε – και στα ίδια μέρη διαφωνούνε και στα ίδια συμφωνούν – κι αλίμονο το ίδιο πλοίο παίρνουν και από τον ίδιο φάρο πλέουν και στο ίδιο λιμάνι φτάνουν..Στην ίδια γη ζεσταίνονται στον ίδιο ήλιο στο ίδιο σύστημα το ηλιακό του ίδιου κόσμου –του επιμέρους- μέσα στο ίδιο σύμπαν απάνω στην ίδια τροχιά του και με την ίδια πάντοτε αυξανόμενη ταχύτητα, ίδιο τέλος της αρχής, της ίδιας πάντοτε αρχής το τέλος, το ίδιο ιδιαίτερο, το ιδιαίστατο, το ανάλλαχτο – κι ανάμεσα πάλι τα ίδια, οι ίδιες σαχλαμάρες κι οι ίδιες εξυπνάδες, οι ίδιες επιτυχίες και αποτυχίες τα ίδια παράπονα, τα ίδια πηγαινέλα – τα πινέλα, τα μπουγέλα κι οι ίδιοι παράφρονες οι άσωτοι και οι άφρονες τα ίδια καταχθόνια πράγματα και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια...

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΠΟΙΗΜΑΤΑ-1 (1944-1964, Εκδόσεις Ύψιλον)
Κι απ’ την πολλή βροχή το Αιγαίο θα πρασινίσει
Νίκο Νίκο το Αιγαίο θα πρασινίσει
Τα δάση κρύβουν τα νησιά και τα νησιά τα δάση
Νίκο Νίκο τα δάση κρύβουν τα νησιά
Σαν τους αιώνες τ’ άλογα περνούν κι αφήνουν σύννεφα
Νίκο Νίκο περνούν κι αφήνουν σύννεφα
Σκόνη του ρολογιού ήρθαν τα κύματα ένα πρωί
Νίκο Νίκο ήρθαν τα κύματα ένα πρωί
Κι έμεινες ολομόναχος εσύ μες στο καράβι
Νίκο Νίκο ολομόναχος μες στο καράβι
Οι άνθρωποι πάνε κι έρχονται μένουν τ’ αγάλματα
Νίκο Νίκο μένουν τ’ αγάλματα
Τα χείλια μας θα ξανασμίξουν σπαθιά και γαρούφαλα
Νίκο Νίκο σπαθιά και γαρούφαλα
 
Οι άνεμοι θα ξαναρθούν μια μέρα ζωηρότεροι
Νίκο Νίκο θα ξαναρθούν ζωηρότεροι
Και τότε αλίμονο σ’ αυτούς με τα ορθάνοικτα πανιά
Νίκο Νίκο τούτη την άνοιξη
Αλίμονο στα κατάξανθα μαλλιά στα κρύα μάτια
Νίκο Νίκο Μοριά και Ρούμελη
Αλίμονο στα μάτια αυτά που θα σε δουν κατάματα
Νίκο Νίκο χιλιάδες φλάμπουρα
Αλίμονο στα κορίτσια που σ’ αγαπούν παράφορα
Νίκο Νίκο Τσόγκα και Λεπενιώτη
Χίλιες φορές αλίμονο στην ομορφιά του κόσμου

 
Η ΓΟΛΕΜ (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΠΟΙΗΜΑΤΑ-2 (1965-1974, Εκδόσεις Ύψιλον)

Σε μια κάμαρα ξενοδοχείου κοιμόταν
Μια όμορφη που δεν θυμόμουν πια
Αν την είχα ξαναδεί στον ύπνο μου
Σε τρένο, πλοίο ή σ’ αυτοκίνητο
 
Η αναπνοή της ήταν φυσική σαν φυσαρμόνικα
Ήξερα πως αν την ανασήκωνα θ’ ανοίγανε
Τα μάτια της και θα ’βγαινε απ’ το στόμα της
Σαν άχνα ο στεναγμός που κάνουν τα κουκλάκια
 
Τ’ άστρο που τη φώτιζε ήταν ο Εωσφόρος
Μια λιμουζίνα του Θεού την είχε αφήσει εδώ
Σταλμένη από ψηλά σαν έμμονη ιδέα
Με το γαλάζιο χρώμα του ουρανού στα μάτια της
 
Με σάρκα από πηλό και φώσφορο
Με γλώσσα από υδράργυρο, συκώτι από χαλκό
Καρδιά χρυσή – στομάχι γυάλινο – φιλί ασημένιο
Κι ο θυρεός του σεξ στα δυο της πόδια ανάμεσα
 
Ρινίσματα από νίκελ στη βραχνή φωνή
Λόγια αδιάφορα και μυστηριώδη μια κλαγγή από σίδερο
Έμβλημα διακριτικό του φύλου το δέρας το χρυσόμαλλο
Ένας θάμνος φουντωτός σε μια βαθιά χαράδρα
 
Κείνο που μου ’δωσε ήταν απερίγραπτο
Μια αίσθηση από ρεύμα ηλεκτρικό
Ένα φευγάτο πεταλούδισμα όταν με κοίταζε
Όταν με πέρναγε από το κόσκινο της ηδονής της
 
Ανάμεσα στα δυο βυζιά της ανακάλυψα
Ένα κουμπί που είχε επάνω τ’ αρχικά της
Ψηφία σε μια γλώσσα πεθαμένη κι άγνωστη
Που τη μιλούσαν οι άγγελοι πριν από τον άνθρωπο
 
Για να μην μείνει αμφιβολία στον ιστό
Της ομορφιάς που κυματίζει επάνω της
Σαν πυρκαγιά η αγάπη μας ξαπλώθηκε
Μες στο φθαρτό κορμί στοιχείο ακατάλυτο
 
Μα πώς να καταστρέψω μέσα μου μια σκέψη
Πώς να ξεφύγω απ’ την ανάσα της που μ’ αναπνέει
Πώς να διαρρήξω τον κλοιό της μυρωδιάς της
Πώς να γλιτώσω απ’ τον ήχο της στ’ αυτιά μου
 
Ένα ένα ξαναπήρα τα χαρακτηριστικά της
Τα νεύρα τα πλευρά τις φλέβες τα έντερά της
Σιγά σιγά την άδειασα ώσπου δεν έμεινε
Παρά μονάχα μια αρχική σταγόνα φως
 
Ένας λεκές, σκουριά της υγρασίας
Στα φύλλα ενός παλιού βιβλίου
Όταν τα γύριζε σ’ ένα παράθυρο ο αγέρας
Και τα χτύπησε μια αχτίδα του ήλιου.

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια Ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]

Έκτωρ Κακναβάτος, Είναι λοιπόν ή όχι η ρότα μας των αναποδιασμένων κι η πέτρα αναστενάρισσα

$
0
0
Του αστερία χύνονταν από εξήντα οργιές ψηλά με ρουφήχτρες κι έναν Κάλχα το λιοπύρι. Οι πιπεριές σου κατά τη Φραγκοκκλησιά μόνες εδέρνονταν από το απόγιομα με το  μελτέμι, πού πας πατρίδα; Αργά ως το μάνταλο, της ώχρας γιος, έμπαζε ο νους εκειδά στη ρίζα έπνιγε το «άρα υπάρχω». Σαν ιεράπετρα, ώσπου επέθαινε


[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]

Ανάδελτα του Αλφειού (από την ποιητική συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Κάπου εκεί ανοιχτά του σύννεφου
μόνο διανεύοντας
ίσα που να περνάς μιαν αποκάλυψη
να λες: των σημείων είναι μαρτυρία
που το παράθυρο σκαμπανεβάζει την
ξερολιθιά τ’ απάνου μπρέκι
που άγιος ποταμός μιαν ασβεστόπετρα
άγιος ισχυρός η τουφεκίστρα
άγιος αθάνατος το σάστισμα
κι ούθε το βράλει

 
Κι όταν ιδείς λαιμό σφαγμένο του κορυδαλλού
ή που να τρων ψωμί το πετρολίβανο
εκεί να λες ο τόπος μας της τραμουντάνας…
εκεί να λες ο τόπος μας της τραμουντάνας…
Α σε ρωτήσουνε
πούθε σηκώνουν τον νεκρό μεσάνυχτα
να πάει να φέρει πίσω αδελφή
πού λεν το αλληλούια κλαρί της αρμπαρόζριζας
μην πεις τον ατελείωτο του ανέμου
μην πεις συγγενολόι αράδα κουρούνες σύρματα
πες τη σιωπή άδεια Μητρόπολη
τ’ άσπρο της κόκαλο μανάλι πες
κι ας μη φωτά κι ας πάει να λιώνει
μη και φανεί ο Ορέστης
που να γεωμετρεί ο τρελός με τους διαβήτες.
Πες που πιο ύστερα μια χτυπημένη τσίχλα
τρόχαε βράχια ή βουλιάζοντας στο γέρμα…
Είναι λοιπόν ή όχι η ρότα μας
των αναποδιασμένων
ολοχρονίς της θάλασσας τραβέρσα
στο άστραμμα;
Ή θα μυρίζει λύκος στις μπασιές
ή που κάθε τρεις και τόσο
Δωριείς στις κατηφόρες
κι η πέτρα αναστενάρισσα
φλέβα και πέτρα τόπος…
 
… ο σάρακας λέει κι ο διαστροφέας
κι ο συνεργασθείς κι η κάθαρση
άκου η κάθαρση.
Ορέ δε βλέπετε που είμαστε μονάχα οχτώ
εκατομμύρια αφόταν ο Αλφειός
και Δευκαλίωνας κι οι άλλοι;
άντε τώρα να μη λέμε ονόματα…
 
Πώς ψήνουνε σε κεραμίδι τον ανήφορο
Πού να ’ναι χόρτο πιο πικρό
από της πόρτας μας;
Τότε να δεις Καρύταινες ή αλέθοντας
αμβλείες η περηφάνια
να δεις ουρά για χορηγίες που να πεις
την Τροία αχειροποίητη
ή επαύριον των ανθρακέων
πώς πλέει του θρήνου και πάει βουλιάζοντας
μ’ ένα νησί αγκαλιά απ’ το εικονοστάσι
αμίλητη.
Να δεις την έξοδο τ’ ανάδελτα του Αλφειού
πώς ξέβραζε χελώνες νεολιθικά Καλάβρυτα
θωρακωμένους Αχαιούς μες στον χαλκό
έναν πελασγό πασά
ή τον Άμιλτων παραδουνάβιο,
τέτοιος αδίσταχτος.
Ανατολικά της τύρφης πιο της λαύρας
κατέβαζ’ ένα χριστό των μαστοειδών πλανταγενέτη
από τα Τύανα τυμπανιστή του λοφίου
και του πάφιλα
τον άλλο Μαρκιανό είδωλο των ευνούχων
μέγα κουροπαλάτη δηλωσία
κι άλλα τέτοια ασπόνδυλα της παλιγγενεσίας
σκηνώματα αετών από Αροάνια και κέδρων
κείνο το Ρ της Ιλιάδας στη Λεωχάρους
χαρτί για περιτύλιγμα
όρτσα βιδέλο βουλγαρίες και δουλειές
παρόχθια δέρματα της συμμαχίας και δάνεια
και στόλοι ενάριθμοι
και Δωδωναίοι πραματευτάδες
πανδαιμόνιο των Ουγγροβλάχων
οι ευκαιρίες…
Του αστερία χύνονταν από εξήντα οργιές ψηλά
με ρουφήχτρες κι έναν Κάλχα
το λιοπύρι.
Οι πιπεριές σου κατά τη Φραγκοκκλησιά
μόνες εδέρνονταν από το απόγιομα με το
μελτέμι, πού πας πατρίδα;
 
Αργά ως το μάνταλο, της ώχρας γιος,
έμπαζε ο νους
εκειδά στη ρίζα έπνιγε το «άρα υπάρχω».
Σαν ιεράπετρα, ώσπου επέθαινε
εδέονταν μια φοινικιά
η μέρα λιώμα…
 
… κι ετότες είτουνε που με κατάρτια
βάρθηκα να χτενίζω αλετροπόδες.

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Νίκος Εγγονόπουλος, Οι άνθρωποι πλασμένοι καθ’ ομοίωμα και εικόνα του Κυρίου

$
0
0
Σε κάθε πόλη, συνήθιζε να λέει ο ποιητής Απολλιναίρ, υπάρχουν, οπωσδήποτε, και μερικοί αθάνατοι. Δυνατόν να είσαστε σεις, κύριε, μεταξύ αυτών, ή, ακόμα, κι εσείς, κύριε. Δεν ξέρω. Πάντως για ένα είμαι σε θέση να σας βεβαιώσω: ότι υπάρχουν. Δεν αποκλείεται ελάχιστοι. Όμως υπάρχουν

 [Πλάι απ’ τη σακάτικη τη δικαιοσύνη του ανθρώπου κρύφτεται η Ερινύα βαθειά μέσα στον ίδιο φταίχτη φωλιασμένη αμείλιχτη ανελέητη που καλά ρούχα και οφίκια και νομιμοφροσύνες δεν ψηφά που η καλοπέραση δεν τηνε νοιάζει και τιμωρεί σκληρά τους άμυαλους και τους δειλούς που κάνουν το κακό. Για του λόγου το αληθές…]

 
Μπαλάντα της ψηλής σκάλας ή ένα Επεισόδιο από τη ζωή του ζωγράφου Θεόφιλου (από την ποιητική συλλογή ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ)

ο Θεόφιλος κάποτες ανέβηκε σε μια ψηλή σκάλα
-αυτόπτες μάρτυρες το λεν-
ίσως να ζωγραφίσει μιαν επιγραφή
ίσως ακόμη για να συμπληρώσει
το πάνω μέρος
μιας συνθέσεώς ηρωικής

 
αλητόπαιδες
-αλητόπαιδες που με τον καιρό
(ως είναι φυσικό)
ανδρωθήκανε και γέρασαν
(δεν ενθυμούντανε πια τίποτε)
κι επέθαναν
ευυπόληπτοι και
«φιλήσυχοι αστοί» -
αλητόπαιδες –ξαναλέω-
για να παίξουνε και να γελάσουν
ετραβήξανε
την σκάλα την ψηλή
 
κι ως γκρεμοτσακιζόντανε
έντρομος
ο Θεόφιλος από τα ύψη
επρόσμεν’ ελεεινός σακάτης
θέλεις κι ακόμη
λιώμα
στο χώμα
να βρεθεί
 
αλλ’ –ω του θαύματος!-
προσεγειώθη
απόλυτα και σώος κι αβλαβής
(πάντως κάτι σαν να ’παθε το ένα του πόδι:
χώλαινε ελαφριά μέχρι το τέλος της ζωής)
 
μα ναι σας λέω
ακέργιος
απ’ την κορφή ως τα νύχια
από την πτώση
μόνο που τα σεμνά φορέματά του
είχαν γενεί χρυσά ωσάν τον Ήλιο
το πρόσωπό του
σαν τη Σελήνη – είτανε λεν χλωμός –
σαν τη Σελήνη φωτεινό
-αυτά τα δυο αστέρια
είθισται να συνυπάρχουν
στα εικονίσματα της βυζαντινής ζωγραφικής –
 
και αν κατόπι επήγε να κρυφτεί στη Μυτιλήνη
είχ’ έμπει στην αθανασία πια:
επέπρωτο πλέον να υπάρχει αιώνια
 
αθάνατος
-πιθανόν μαζί με τον αείποτε σκουντούφλη συμπολίτη του Γεώργιο ντε Κήρυκο
και με τον Μπεναρόγια-
ανάμεσα σε τόσους
και τόσους
και τόσους Βολιώτες
που εζήσανε και πριν
και κατά τη διάρκεια
κι ύστερα
από του
τραβήγματος της ψηλής της σκάλας
τον καιρό
 
Απόσπασμα διαλόγου (Ο Μαχητής) (από την ίδια συλλογή)

…………………………..
οι άνθρωποι όχι –μου λέει- μην πεις πως είν’ κακοί
μη λησμονείς και το παλιό ρητό
«… οι πλασμένοι καθ’ ομοίωμα και εικόνα του Κυρίου»
 
βέβαια υπάρχουν ανάμεσό τους κι αρκετοί απλώς ανόητοι
όπου πιστεύουν πως με κακίες
πως σαν βλάψουν τους ομοίους τους
ζουν
«δρουν»
κάνουν κάτι και εκδηλώνουν έτσι πιο έντονα την ύπαρξή τους
 
συνήντησα δυστυχώς τέτοιους πολλούς και
καταλαβαίνεις
πόσο μ’ εδυσκολέψανε –πόσο με βασανίσαν και μ’ ενόχλησαν
ως είχα αφιερώσει τη ζωή μου αποκλειστικά
-με πάθος-
στα τόσο δύσκολα –για με τουλάχιστο – προβλήματα
χρωματιστών συδυασμών
και αρμονίας
…………………………………
 

[επιλογές λέξεων από την συλλογή του Νικου Εγγονόπουλου ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΜΕ ΤΟΥΣ ΡΟΔΩΝΕΣ, δηλαδή από τον υπερρεαλισμό μιας ατέρμονος ζωής: του ποιητή πια μόνη –θεόθεν – σωτηρία λύσις παρηγόρηση μένει η κοιλάς με τις τριανταφυλλιές ό εστί μεθερμηνευόμενο η κοιλάδα των ροδώνων]

Νίκος Καρούζος, Τυφλωμένη από χιλιάδες λεύγες άπειρο η Μελωδία του γάργαρου Τίποτα

$
0
0
Ήρθε μήπως η ώρα της ψυχής κι ο έρμος πρέπει να διαπλεύσω τη νερένια κλωστή την αόρατη κι αδιάφορη μητέρα της γεωμετρίας κείνη την άφραστη σε όλα μας τα έργα και ερείπια σε όλες μας τις φλόγες την ακοίμητη κι αξύπνητον Ουσία; Σαν κάτι μου φαίνεται πως ελλοχεύει στην ύπαρξη… Μήπως είναι τα ωραία σκέλεθρα της μεγάλης ερημιάς των ορέων επωάζοντας τα τρίμορφα γεράκια της απέραντης Μορφής σχεδόν απέναντι στου διπλανού μας Κένταυρου το Άλφα, κάτι δεκάδες εκατομμύρια τρυφερά χιλιόμετρα, στου Γαλαξία μας το φρικαλέο Παγκράτι –Είμαι ο Γιάννης ο στρατηγός μακρυγιάννης απ’ την Ακρόπολη  


Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

 Η εμφάνιση του Γιάννη Μακρυγιάννη μέσα στο όνειρο μιας άθλιας Πέμπτης  (από τη συλλογή Ο ΖΗΛΟΣ ΤΟΥ ΜΗ ΣΧΕΤΙΚΟΥ ΜΕ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ 1980)

Ο σκελετός εκείνος ο τεφρώδης και νυχτιάτικος
που μπήκε μέσα στο δωμάτιο πανύψηλος
περασμένα μεσάνυχτα βγαίνοντας
από κάτι τεράστιους καπνούς ολοπράσινους
τυλιγμένος μ’ αναρίθμητες μονόχρωμες κορδέλες
-θυμάμαι τώρα πώς, αλήθεια, θρόιζαν
απάνω στα διάφανα κόκαλα…-
τράβηξε μια καρέκλα και κάθισε με ευγένεια
κρατώντας τη μελωδία του γάργαρου Τίποτα
στα δάχτυλά του τα ξεβιδωμένα
καθώς ανάβλυζε μεγαλόπρεπα στο θώρακα
σα μέγα φύλλωμα σε λαίμαργα ξερόκλαδα
μια σπαραγμένη και αξόδευτη φωτοβολίδα…

Είναι πολύ παράξενο κι απίστευτο
μα όμως κάθισε, δίχως να ταράξει
το άναρθρο σκοτάδι που τον έψαχνε κατάστηθα
σαν αστρική κατάντια της άβυσσος.
Είμαι τυφλωμένος από χιλιάδες λεύγες άπειρο –
ψιθύρισε, καθώς ακούστηκαν ολάξαφνα
τα τύμπανα της κολάσεως αγριεμένα
και ξέφρενες ανοίγαν οι φλογώδεις ολοένα
κι αναστάσιμες ασωτείες των χρωμάτων
όπως μπορεί να γίνεται φαντάζομαι,
στην κατάμαυρη πίσσα των αρίφνητων θανάτων
Είμαι τυφλωμένος από τον αγέρα, ξαναχτύπησε
τα γαλάζια σαγόνια με δυο-τρία μετέωρα
σκουριασμένα δόντια καν τέσσερα
κι αναπάντεχα μέσα α’ το δεξί του μάτι
ξεπετάχτηκε ζωντανός ο φόβος και πολύχρωμος
κι ήτανε μια πολύχρωμη σε λάμψεις ακανθυλλίδα
σαν από την αγνότητα της φρίκης που κόβει τα ήπατα
φτερακίζοντας.
Τι θέλεις –είπα- τι μαυρίλα προμηνύεις;
Υπάρχει, βέβαια, μια μαυρίλα, ψιθύρισε
μα όχι σαν το πιάνο…
Τρίζεις, του είπα, κι αυτό με φοβίζει.
Δεν είμ’ ο διάβολος, είπε δύστροπα, η ανάσταση τρίζει. –
Κι άξαφνα δίχως κανένα λόγο χλιμινρίζει
με φρικαλέο τρόπο έν’ αόρατο μεγάφωνο:
«Ν’ αδειάσουν οι διάδρομοι! Ν’ αδειάσουν οι διάδρομοι!»
Τι συμβαίνει; - απόρησα τρέμοντας…
«Οι διάδρομοι!» - σκούζει και ξανασκούζει το μεγάφωνο
κι ασυγκράτητα από τότε μια πολυάριθμη χορωδία στα υπερώα
ξεχειλίζοντας αρχαιότητα σ’ έναν άγνωστο θρίαμβο
ψαλμωδούσε περίεργα πράματα που δεν τα ’νιωθα
μα θυμάμαι μονάχα τρεις λέξεις,
βαδαδυόνια, λουξόνια, ταχυόνια, τίποτα άλλο δεν κράτησα.
Τι συμβαίνει; - ξαναρώτησα τουρτουρίζοντας.
Ήρθε μήπως η ώρα της ψυχής κι ο έρμος πρέπει
να διαπλεύσω τη νερένια κλωστή την αόρατη
κι αδιάφορη μητέρα της γεωμετρίας
κείνη την άφραστη σε όλα μας τα έργα και ερείπια
σε όλες μας τις φλόγες την ακοίμητη
κι αξύπνητον Ουσία;
Σαν κάτι μου φαίνεται πως ελλοχεύει στην ύπαρξη.-
Μη δειλιάζεις, μου λέει, μη τρέμεις ανέστιε.
Δεν είδες ολάκερο, λοιπόν, από θειάφι
τον πύρινο θώρακα τον υακίνθινο
χωνιασμένο τόσα χρόνια στο αστραποπήγαδο
που δεν μπόρεσα χίλια χρόνια να φορέσω;
Μα γιατί με κοροϊδεύεις, είπα τότε, κύριε…
Τα λόγια τούτα, κάπως έτσι τα ’χω
συντύχει μέσα στα πνιγερά δόγματα
κι είχα τρομάξει από δαύτα θυμάμαι.
Πάντως να ξέρεις, του φώναξα με δύσπνοια,
πρέπει να το ξέρεις πως εγώ τα δόγματα τ’ αλαλιάζω,
μάλιστα! πρέπει ναν το ξέρεις πως εγώ
τα δόγματα ή τα καίω ή τα κοπρίζω
τα ξανθά θεωρήματα και των όντων το κατάμαυρο Τέλος
τα φριχτά και τ’ αζώητα συστήματα –
βρυχήθηκα κι εκείνος ολόχαρα χειροκροτούσε
σα να ’σπαγε μεγάλα και λεπτά μαξιμάδια
γρυλίζοντας. «Εύγε! κι εγώ τα κοπρίζω!»…
Μα μπορείς, είπα τότε, να κοπρίσεις; Κι άθελα του ’δειξα
τ’ ασπρισμένα του κ΄καλα στο μισόφωτο.
Δεν είπε τίποτα σ’ αυτό μα τοξεύοντας
το πλατύ μέτωπο του το κίτρινο
μ’ ένα φως αχαλίνωτο
σηκώνει μακάβρια σε βαθύ μειδίαμα ένα πάλλευκο
κι αλησμόνητο μεταξωτό μαντίλι που διάβασα
κεντημένη τη φράση της ακάνθινης αλήθειας:
Ο δε μείζων υμών έσται υμών διάκονος…
-Α, μάλιστα, πήδησα χαρούμενος,
είν’ η λύτρωση η μεγάλη,
σε γνωρίζω, ω θεσπέσια Γηραλέο Νήπιο!
-Στα μάτια της σάρκας αστράφτει το λάθος…
Πώς να ξέρεις, αλίμονο, το πρόσωπο
που φτερούγιζε κάποτε
στη μόνη υπάρχουσα δημοκρατία:
έναν ειρμό από κόκαλα… -
μ’ αποκρίθη ξύνοντας την υπόσταση ο ανύπαρχτος,
με τον ίδιο τον αγέρα τον άπιαστο,
πανωκατίζοντας τον αντίχειρα
κι ακουγότανε –τι μυστήριο- το γρατζούνισμα…
-Ξέρεις ωστόσο τι είναι όλη κι όλη η ζωή που μας έλαχε;
Ίσως να ξέρω, τόλμησα να ψελλίσω,
δίχως να στερεώνω τους ήχους μέσα μου, σα να ’χα κιόλας
ολάκερος αναλιωθεί σε όλα μου τα πριν και τα μετά,
τα μύρια και λιγόχνωτα δευτερόλεπτα, είναι μήπως εκείνες
οι μικρούτσικες ευτυχίες του έρωτα;
Ρηχάδα, ρηχάδα! με σταμάτησε τότε και χάθηκε
το φως όπου χάιδευε την παρουσία του την ακατάσχετη
κι εγώ αναπάντεχα ρουφήχτηκα μες στην εξουδένωση
σα σε μεγάλο βάλτο.
Ρηχάδα, ρηχάδα! ξαναντήχησε και μου ’δειξε στο μάκρος
τα πιο αιφνίδια ουράνια της ζωής μου
μέσα σε κάτι τερατώδη οράματα ξετυλιγμένα.
Δες εκείνο το νέφος! είναι τάρανδος, είπε,
λυγίζοντας ωσάν αρχαίο διαβήτη το δεξή βραχίονα.
Σήκωσα ψηλά τα μάτια κι ήτανε πράγματι τάρανδος
που γίνηκε σε λίγα δευτερόλεπτα κροκόδειλος
κι ύστερα γίνηκε μια πολύφυλλη κλάρα.
Δεν ένιωσα όμως το μπορούσε να σημαίνει
που μ’ έριξε δίχως λόγο σε τέτοιες εναγώνιες οπτασίες
και ρώτησα κάπως χαμηλόφωνα: Τα δένδρα,
θα ’θελα να μου πεις αν κάτι ξέρεις, έχουν και κείνα τ’ αλάλητα
κόλαση σαν εμάς και παράδεισο; Κι ακόμη θα ’θελα
να μάθω κάποτε τι γυρεύει
γυμνή στ’ αγκάθια η θρησκεία;
για να μην αγριεύουμε μήπως ολωσδιόλου;
Τι λες εσύ, τι θα ’λεγες απόψε με τις λέξεις;
Κι όπως δεν είχα καλά καλά προκάνει (βλέποντας
πάνινα κι ατσαλάκωτα βιολοντσέλα που κυμάτιζαν εξαίσια)
να βάλω στην περίτρομη φωνή μου τ’ αποσιωπητικά της
μ’ ακατάστατο πάθος αρχίνισε να λέει
ο βαθύσκιωτος εκείνος πεθαμένος
την «Ανθισμένη Αμυγδαλιά» και τη χαντάκωνε
σαν κάτι κοιλαράδες κρασοτενόρους τα σαββατόβραδα
όπως παλιότερα τους ακούγαμε στα υπόγεια κουτούκια.
Τον κοίταζα τώρα ταραγμένος αλλ’ αυτό το κέρατο
μόλις απόσωσε το ένα ρίχτηκε συνέχεια στο άλλο
ψευτοτράγουδο κι απόκαμε ν’ απαγγέλλει στο τέλος:
«Ο κόσμος είναι ένας αεροπόταμος…
Αχ μοίρα μας και μαύρο ριζικό μας
πώς να σε μάθει κι ο ιπποπόταμος…»
Κι άξαφνα τότε μ’ έναν παταγώδη τρόπο θυμηθηκα
τα ωραία σκέλεθρα της μεγάλης ερημιάς των ορέων
επωάζοντας τα τρίμορφα γεράκια
της απέραντης Μορφής που δεν αντίκρισα
κι αποσπώντας ένα σύγνεφο θέλοντας με δαύτο να τον τυλίξω
-σχεδόν απέναντι στου διπλανού μας Κένταυρου το Άλφα,
κάτι δεκάδες εκατομμύρια τρυφερά χιλιόμετρα,
στου γαλαξία μας το φρικαλέο Παγκράτι-
ρώτησα δύσκολα κι ανέλπιδα: μήπως είσαι
κάποιος από κείνους; είσαι μήπως ο πανάγαθος Αφθόνιος;
Εκείνος όμως έμπηξε τα γέλια
στενεύοντας την άδειο θώρακα; Βρε έλληνα
δε με γνώρισε ακόμη; Είμαι ο Γιάννης
ο στρατηγός Μακρυγιάννης απ’ την Ακρόπολη…
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]

Νάνος Βαλαωρίτης, Αν είχαμε Χρόνο και Κόσμο αρκετά μπροστά μας δεν θα ’ταν έγκλημα Κυρά μου οι δισταγμοί σου

$
0
0
Τώρα, λοιπόν, όσο το ζωηρό χρώμα της νιότης ροδίζει στο δέρμα σου όπως η πρωινή δρόσος κι ενόσω η πρόθυμη ψυχή σου βγάζει από τον κάθε πόρο σου έντονες φωτιές, ας απολαύσουμε ακόμα όσα προλάβουμε και τώρα αμέσως σαν όρνια ερωτικά ας καταβροχθίσουμε το Χρόνο Εντελώς, ας μην αργοπορούμε στις αργές δαγκάνες του, ας τυλίξουμε όλη τη ζωτικότητα και τη γλύκα μας σε μια Σφαίρα ο ένας τον άλλο ηδονικά σκίζοντας…

Έλα γρήγορα να καβαλήσουμε ένα σιντριβάνι κι ένα ξανθό αεράκι με χαλινάρι το ουράνιο τόξο καταπατώντας τον άκαρδο καιρό της τάξης των φτηνών απομιμήσεων, όταν με λιονταρίσια χαίτη ένας τυφλός επαίτης παίζοντας μια φυσαρμόνικα σε μια γωνιά του δρόμου έναν ξεχασμένο πια σκοπό… τον καιρό του τέλους του πολέμου δεν έμελλε να ξανασυναντηθούμε μας απομάκρυνε η δίνη του πολέμου και ξεχάστηκε το επεισόδιο

Στη Διστακτική μου Ερωμένη (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟΝ ΑΝΕΠΙΔΟΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ (Ποιήματα 2002-2006 Ύψιλον / βιβλία)
Αν είχαμε Χρόνο και Κόσμο αρκετό μπροστά μας
Δεν θα ’ταν έγκλημα κυρά μου οι δισταγμοί σου
Θα αποφασίζαμε πού θα πηγαίναμε να περάσουμε
Την Ατέλειωτη Μέρα της Αγάπης μας

 
Εσύ στου Ινδού Γάγγη ποταμού την όχτη
Θα ψάρευες Ρουμπίνια. Εγώ στην άμπωτη
Του Άμπερ θα θρηνούσα. Θα σ’ αγαπούσα
Δέκα χρόνια πριν απ’ τον Κατακλυσμό.
Κι εσύ αν ήθελες θα μ’ αρνιόσουνα
Ίσαμε των Εβραίων τη Βάπτιση
Η φυτική αγάπη θα μεγάλωνε
Μεγαλύτερη από Αυτοκρατορία και πιο αργή.
Εκατό χρόνια θα πήγαιναν σ’ επαίνους
Των Ματιών σου και το Μέτωπό σου
Να θωρώ. Άλλα διακόσια να Λατρεύω
Το κάθε σου Βυζί και τριάντα
Χιλιάδες χρόνια για όλα τα υπόλοιπα.
Μια εποχή για κάθε μέρος του κορμιού σου
Και η Τελευταία Εποχή θα ’δειχνε την Καρδιά σου
Γιατί Κυρά μου μια τέτοια Θέση σου αξίζει.
Δεν θα σ’ αγαπούσα για μια φθηνότερη Τιμή
Μα πίσω από την πλάτη μου διαρκώς ακούω
Του Χρόνου το δρεπανηφόρο άρμα γρήγορα
Να καλπάζει κι απέραντη μπροστά μας
Ν’ απλώνεται η Έρημος της Αιωνιότητας.
Η ομορφιά σου ποτέ πια δεν θα ξαναγίνει
Ούτε στα μαρμάρινό σου μνήμα θ’ αντηχήσει
Το τραγούδι μου. Τότε τα σκουλήκια θα γευτούν
Την τόσο ζηλότυπα φυλαγμένη Παρθενιά σου
Κι η πολύτιμη Τιμή σου θα ’ναι σκόνη.
Κι ο δικός μου ολόκληρος ο Πόθος στάχτη.
Ο Τάφος είναι μια πολύ ωραία και ήσυχη γωνιά
Μα κανείς μέσα εκεί θαρρώ δεν αγκαλιάζει.
Τώρα λοιπόν όσο το ζωηρό χρώμα της νιότης
Ροδίζει στο δέρμα σου όπως η πρωινή δρόσος
Κι ενόσω η πρόθυμη ψυχή σου βγάζει
Από τον κάθε πόρο σου έντονες φωτιές
Ας απολαύσουμε ακόμα όσα προλάβουμε
Και τώρα αμέσως σαν όρνια ερωτικά
Ας καταβροχθίσουμε το Χρόνο Εντελώς
Ας μην αργοπορούμε στις αργές δαγκάνες του
Ας τυλίξουμε όλη τη ζωτικότητα
Και τη γλύκα μας σε μια Σφαίρα
Ο ένας τον άλλο ηδονικά σκίζοντας
Μια άγρια πάλη μες στις Σιδερένιες
Πόρτες της Ζωής. Έτσι και αν δεν καταφέρουμε
Να σταματήσει ο Ήλιος, θα τον υποτάξουμε
 
Κοσμοχαλασιά (από το ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟΝ ΑΝΕΠΙΔΟΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Διέσχισα την κουνούπια θάλασσα
χωρίς κανένα τσίμπημα γιατί είχα
πάντα δίπλα μου πιστή συνοδεία
τα σπουργίτια και τις νυχτερίδες
 
μίλησα με θαλάσσια τέρατα
χουφτιάζοντας τις νιογέννητες αύρες
απ’ τα μυτερά βυζιά τους κατόπιν έσκυψα
να δω τη μούρη μου στα αβυσσαλέα βάθη
 
έκανα το παν να συναντήσω τον Ποσειδώνα
αδύνατον να πάρω συνέντευξη
από τον υπερόπτη εκείνον άρχοντα
του Πόντου και των Ωκεανών
 
παρόλο που θετικά του μίλησε για μένα
η Θέτιδα που την πάντρεψε με το στανιό
ο Δίας γιατί είχε σχέδιο να εξοντώσει όλους
τους ήρωες της ησιόδειας εποχής των ημιθέων
 
είμαι τώρα ακριβώς στη μέση του δρόμου
της αφήγησης δεν βλέπω ουρανό ή ορίζοντα
μια ομίχλη πηχτή σαν μπιζελόσουπα
με αποπροσανατόλισε στη βάρδια μου
 
για την καρδιά της καλύτερα να μην μιλάμε
την έδωσε τις προάλλες σε κάτι ψαροπούλια
που κραύγαζαν ασταμάτητα το εγκώμιο της
ώσπου κι ο θεός ακόμα εκνευρίστηκε
 
και την ανακάλεσε από τον δημιουργημένο κόσμο
πίσω στον αδημιούργητο
 
Κατανόηση με υπερωρίες (από το ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟΝ ΑΝΕΠΙΔΟΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Οι απόπειρές μου να βγω απ’ την κατανόηση
δεν ευδοκίμησαν – χρειάζομαι την άδεια
του συγγραφέα που επινόησε το πρόσωπό μου,
τα χαρακτηριστικά του βλέπω αμυδρά πίσω
 
από ένα τζάμι θολό να παρακολουθεί
τις αντιδράσεις μου, οι απορίες μου
μεγαλώνουν το υψόμετρο ανεβαίνει
δεν αντιλαμβάνομαι καθόλου τι συμβαίνει
 
δεν είμαι συνηθισμένος να είμαι
έτσι κατασκευασμένος από έναν άγγελο
του κακού κι ενώ έξω υποτίθεται
ότι λάμπει ο ήλιος, βρέχει ή χιονίζει
 
στην πραγματικότητα βγαίνουν μόνο
υδρατμοί από ρήγματα που αφήσαμε
στην άμμο όπου διαδίδεται ότι
ξαπλώσαμε να διαπράξουμε
το θυμοφθόρο έρωτά μας
 
δυστυχώς δεν πέτυχε μας διέκοψαν
οι παραθεριστές διψασμένοι για θεάματα
για φωνές σε θαλασσινές σπηλιές
αγκομαχητά νερού σε τρύπιους βράχους
 
σε ακρογιάλι με μακρόστενες σκιές
ένα ζευγάρι σφιχταγκαλιασμένο – λαίμαργα
ρουφούσε ο ένας τον άλλον με χείλια
από σφουγγάρια –κατάλαβα σε μια στιγμή
 
διαύγειας πως θα ’μασταν πάλι εμείς
όπως θα μας παρατηρούν τ’ αστέρια
ύστερα από πολλά ενδιάμεσα κενά
καυγάδες χωρισμούς και συμφιλιώσεις
 
εξαντλημένοι αλλ’ όμως
άρρηκτα δεμένοι με τον εαυτό μας
 
Εσπευσμένα (από το ΓΡΑΜΜΑΤΟΚΙΒΩΤΙΟΝ ΑΝΕΠΙΔΟΤΩΝ ΕΠΙΣΤΟΛΩΝ)

Η Γενοβέφα ήρθε πάλι χθες το βράδυ
να καβαλήσει το καλάμι ν’ ανοίξει
τα γυμνά της μπούτια στο πεζούλι
να ερεθίσει τους ηδονοβλεψίες
 
με πόζες άσεμνων περιοδικών
με μικρές αναπνοές κι ανεπαίσθητες
μετατοπίσεις των μηρών ήρθε ένα
Σάββατο μια Κυριακή μια Καθαρή
Δευτέρα να μας ψήσει το ψάρι στα χείλη
 
Κρεολή απ’ την Καραϊβική μελαχρινή
Ινδοκινέζα από τις Καναρίους νήσους
όρμησε ν’ αρπάξει ένα πακέτο
γράμματα που άλλοτε είχε στείλει
 
στον άνθρωπο με το βελούδινο βλέμμα
τον άνθρωπο που έκοβε κάθε πρωί
το δεξί του αυτί μ’ ένα ψαλίδι οψιδιανό
κι ήρθε μια κραυγή απ’ της Ανατολής τα μέρη
 
να γεννοβολήσει δράκους και νεράιδες
με εφτά στητά βυζιά και παραφυάδες
να συμπληρώσει το άδειο μέρος
που άφησε στον πίνακά του ο ζωγράφος
 
του ύψους ή του βάθους, το είπανε,
με θέμα το αμάρτημα των πρωτοπλάστων
και βγήκε απ’ τη φιάλη ιδίοις αναλώμασι
καθημαγμένος ο ιερός καπνός
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια Ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]

Νίκος Καρούζος, Όλη των άστρων η προχειρότητα μ’ ένα χιλιόμετρο σπασμένο φως που αρμολόγησε αναμμένους φαλλούς ουρλιάζοντας

$
0
0
Θα ’θελα να ’χει το Ποίημα κατάλευκα και τρυφερά λαγόνια, τεράστιες καμπύλες από Τίποτα, χαίτες από αίμα ορθάνοιχτο χωρίς τον Ιωάννη, πολλά εκατομμύρια δόξας δίχως αντίβαρο από αρχαία ειδύλλια, λάμψεις αλύπητες με τ’ όνομα Οϊμένα, κάθιδρο κοντορεβιθούλη χαϊδεύοντας το Ωμέγα, έναν ανάλγητο ουρανό κι ολόκληρο το νευρικό μου σύστημα σε τρομερά κιβώτια σιγής χύνοντας τα πιο όμορφα δάκρυα! Η νύχτα χειροτέρευε κι ακούστηκε φωνή μεγάλη: κρατηθείτε: δεν έχει άσπρο νόημα ο πάγος κι η αγάπη, τα στήθια γίνηκαν αυτιά κι όμως τα μάτια βλέπαν έντρομα στη χάση των αστέρων τη φοβερή διανυκτέρευση όπου ολόγυρα οι άνθρωποι δίχως παρατάξεις φώναζαν «όχι άλλο χαρτονόμισμα» ρίχνοντας κουβάδες ανθόνερο στη δημοκρατία και ψάλλοντας αέρινα τροπάρια στ’ αεροδρόμια!

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

 
Ο Ακανθίας (από τη συλλογή ΛΕΥΚΟΠΛΑΣΤΗΣ ΓΙΑ ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΑΝΤΙΝΟΜΙΕΣ 1971)

Κάθομαι στην καρέκλα μου σαν το πουλί στο δένδρο.
Σε όλα μας τα μέλη αληθεύει ο θάνατος
κι εγώ ακόμη δεν μπορώ να καταλάβω τ’ αυτοκίνητα.
Οι μέρες μας, αλήθεια, πεθαίνουν
ευλάβεια μη μπορώντας!
Ο καιρός επήρε τα πανιά μας και γιγάντεψε
στα πυκνότερα οξυγόνα ο Ίχνος
μ’ ένα χιλιόμετρο σπασμένο φως
κρατώντας τη φαρέτρα των δευτερολέπτων


ο γιος του κατάκοιτου Φαλακρού του βιδωμένου
και της ωραίας Νυοστής που μπεκρουλιάζει στα ηλιοστάσια-
όλη των άστρων η προχειρότητα.
Θα ’θελα να κρατήσω μια σκιά στα χέρια μου
θα ’θελα να ’χει το ποίημα κατάλευκα και τρυφερά λαγόνια.
Βλέπω χιλιάδες αντικείμενα κι ανάμεσα σους ο προφήτης Mobil
εξουσιάζω τους δαίμονες  και τους αγγέλους από ζελατίνη
χαίτες από αίμα ορθάνοιχτο χωρίς Ιωάννη
στα τέσσερα τα πέρατα μια πύρινη χοάνη
σκοτώνει την Ταχύτητα με σκούξιμο και χάφτει
τεράστιες καμπύλες από Τίποτα.
Βλέπω τα τελευταία δένδρα του πλανήτη.
Κάποια στριμμένη μάγισσα υφαίνει τα μαλλιά της Ανδρομέδας
ένας κωφάλαλος αρμέγει στεγανόποδα κι ανθίζει
σε πολλά εκατομμύρια δόξας ο μονόφθαλμος Ένθα.
Η Βίβλος έκανε την απόκλιση, μακραίνει
το χαμόγελο της Ήρας
τ’ αρχαία ειδύλλια σείονται κι η αράχνη
στην άγραφη προφητεία πλαταίνει.
Χωρίς ανάγκη όλα αυτά δίχως αντίβαρο.
Τ’ αηδόνια τουρτουρίζουν αλάλητα
κι η δροσερή οπώρα πέφτει στο πετρέλαιο.
Έρχεται φλόγα και στήλη δυνάμεως
οι λάμψεις αλύπητες με τ’ όνομα Οϊμένα
ο χρόνος πέταξε τη σκάλα κι έχει λόξιγκα –
ο κάθιδρος κοντορεβιθούλης χαϊδεύοντας το Ωμέγα.
Κρούομαι από έρωτα, βουλιάζω μέσα στο τρόμο.
Η μύγα ντύθηκε σπίθες αναρίθμητες
ο σκαραβαίος χορεύει πωγωνάτος
ένας ανάλγητος ουρανός αγνοήθηκε
κι ο ύπνος αρμολόγησε τα ψηφία του
τυχάρπαστος.
Εκεί λοιπόν είδα να σφραγίζεται για πάντα
με κάτι κόκκινα λουκέτα κατακαίνουργα
ολόκληρο το νευρικό μου σύστημα
σε τρομερά κιβώτια σιγής και μια γουρούνα
καθότανε στην άκρη χύνοντας
τα πιο όμορφα δάκρυα στους απέραντους κόσμους.
Η νύχτα χειροτέρευε κι ακούστηκε
φωνή μεγάλη: Κρατηθείτε! –
Δεν έχει άσπρο νόημα ο πάγος κι η αγάπη
τα στήθια γίνηκαν αυτιά κι όμως ακόμη
τα μάτια έβλεπαν έντρομα στη χάση των αστέρων.
Είδα και τάχτηκα να μαρτυρήσω.
Ζώνες ερυθρές του Ακανθία κι αθρόα φάσματα
νυσταλέα ερπετά η μοναχική Ορνίθη σπαρταρώντας
ακέφαλη.
Σ’ αυτή το φοβερή διανυκτέρευση
ναρκώθηκαν όλες οι θεωρίες
και βγαίνει ετερόγναθος ο Υπεριώδης –
γαλανός ο φόνος και ο νόμος ακόρεστος.
Ολόγυρα οι άνθρωποι δίχως παρατάξεις
φώναζαν «όχι άλλο χαρτονόμισμα»!
ρίχνοντας κουβάδες ανθόνερο στη δημοκρατία
και ψάλλοντας  αέρινα τροπάρια στ’ αεροδρόμια.
Σαν να τους βλέπω πάλι, σα να μην πέρασαν, αλήθεια,
αιώνες τώρα κι αιώνες…
Άλλοι απ’ αυτούς με λαμπερά ξυράφια κόβουν έρημοι
τους αναμμένους φαλλούς ουρλιάζοντας
άλλοι με γρήγορη βενζίνη καίνε τους βουβώνες
ανάμεσα σε δέσμες ελλείψεων που συστρέφονται
μοιράζοντας ρόμβους, άλλοι τόσοι, της ουράνιας σωτηρίας
και ξεφωνίζει η καιομένη Φυλλίδα
στη σιωπή που χύνει ο Απέναντι του Ρίλκε.
Γκρεμός είναι οι καμπύλες της
κι ανίδεο τ’ αγέρι τις θωπεύει
καθώς ορθώνει στα ωχρά δευτερόλεπτα
τη δική του χαρά ο πτηνόσαυρος.
Τότε φωνάζει κάποιος «αποτύχαμε στο θάνατο»
και μια γριούλα με χουνί τον αποπαίρνει τραγουδώντας:
«Μια ιστορία εγκυμοσύνης είναι τ’ άνθος –
δεν το ξέρατε; Γιορτάζει σήμερα η κολοκύθα»!
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]

 
Viewing all 121 articles
Browse latest View live