Quantcast
Channel: ΔΕΝ ΑΝΘΗΣΑΝ ΜΑΤΑΙΩΣ ΤΟΣΑ ΘΑΥΜΑΤΑ: Καρούζος, Σαχτούρης, Κακναβάτος, Εμπειρίκος, Βαλαωρίτης κ.ά.
Viewing all 121 articles
Browse latest View live

Έκτωρ Κακναβάτος, Εφτά στοίβες όνειρα έδωσα όλα σπάνιες πέτρες, εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση στον κρόταφο!

$
0
0
Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό ανοιχτό του αίλουρου, αυτό που τρίζει μέσα στη σιωπή είναι το μονοπάτι σου που τώρα μόνο του πάει και πάει κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα

[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]

Ρήγμα στον κρόταφο (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Με τι ακόμα να μετρούσα της γενιάς μου
το εμβαδόν;
Με τι άλλο.
Ο πλανήτης έτριζε από αιμοφιλία
απ’ της γενιάς μου όλα τα έναστρα
τις εννιά στοίβες όνειρα που έδωσα
όλα σπάνιες πέτρες
να φύγει ο κόμπος στο λαιμό.
Ο πλανήτης έτριζε
με τις περήφανες σιωπές μου
τα συνομήλικά μου σχήματα τις φωταψίες
τα μανουάλια που
ακόμα φέγγουνε όλα σ’ εκκλησιές κρυφές.
 
Όμως το ρήγμα στον κρόταφο
απ τη ριπή σου πίκρα
εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση
στον κρόταφο.


Φωνή μου ράτσα υψικάμινου (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)

Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς
κι ύστερα καλή μ’ αυτούς φιλεναδίτσα
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.
 
Φωνή μου ράτσα υψικαμίνου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ’ τα εννιά σχοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις, φτύσ’ τους.
 
Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.
 
Η όψη σου όταν ρωτάς (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Θυμήσου: το μαχαίρι μου ασκείται
συνέχεια στο δίκαιον.
Ρωτάς για τη ρωγμή στο τοίχο
που στάζει τον αμίλητο.
Ρωτάς για έξοδο, για τη ρωγμή σου.

Η όψη σου όταν ρωτάς νησί της άβυσσος.
Πώς σέρνεται με τη λαβωματιά σε θάμνα
κι αχνάρια πίσω του τα αίματα;
 
Αυτό που τρίζει μέσα στη σιωπή
είναι το μονοπάτι σου
που τώρα μόνο του πάει και πάει.
  

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Νίκος Καρούζος, Γραμματική της αγωνίας όταν τα φωνήεντα πλεονάζουν την αθώα πραγματικότητα υπονομεύοντας

$
0
0
Ένας ανάγλυφος και ανοξείδωτος στίχος: εδώ και η χημική πανοπλία των όντων, εδώ και ο κατάστικτος από νεογνά φιλήματα στίχος τριγύρω στο μυαλό μεσολαβώντας άνεμος ή τίποτα. Το ζήτημα είναι να μην κάνουν ίσκιο οι λέξεις του!

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

 Σχεδίασμα για σύγχρονο ευχέλαιο  (από τη συλλογή ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ 1982)

Πρέπει να υψώσω ψελλίζοντας  ένα όραμα, ύστερα να κάνω έναν περίπατο στα βιβλία και ν’ αδράξω από το παμπάλαιο ράφι τη ξεχασμένη «Μυστική Νεκρονομία». Πρέπει να λησμονήσω ολότελα τα φωνασκούντα σοσιαλιστικά στόματα με τα άγρια αστικά στομάχια. Τελεταία ίσως φράση μου σ’ αυτό το σκοτεινό πρελούδιο: Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΡΟΒΑΡΕΙ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΡΑΤΗ ΑΠΟΤΕΦΡΩΣΗ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΠΙΝΘΗΡΩΝ. Ένα τηλεφώνημα στον μάνα μου, σα λυχναράκι στα νοτισμένα Μυστήρια της Απτότητας.

Αγάπη αγάπη
οντολογικό ικρίωμα.
Ύστερα βέβαια, η τελείων νυχτερινή διατύπωση:
Γραμματική της αγωνίας
όταν τα φωνήεντα πλεονάζουν
την αθώα πραγματικότητα υπονομεύοντας.
μα όμως γιατί περιζώνουμε το ασυνήθες;
 
Σ’ αυτό το σημείο θα βάλω τη φωνοληψία
Ωμέγα της Αρχαιότερης Βιολογικής Εαροκρατίας
κι αμέσως ύστερα θα μιλήσει ολομόναχος ο κύκλος
 
Το ζώο βασιλεύει στην όσφρηση
-        ραγιάδες, ραγιάδες –
τη γεύση την αφή,
το πνεύμα ζητιανεύει στην όραση
-        ραγιάδες, ραγιάδες
και μας κλαδεύει την ακοή.
 
Τέλος και τα μαλλιά σου πρέπει ναν τα κάνεις σκέψη: μονόλογος του θανάτου, τα κάπως αναμμένα κίτρινα, δίχως όμως οξείες θανάσιμες και βαρείες. Ένας ανάγλυφος και ανοξείδωτος μονόλογος. Εδώ και η χημική πανοπλία των όντων, εδώ και ο κατάστικτος από νεογνά φιλήματα στίχος
 
χιλιάδες  τα βλογήματα τριγύρω στο μυαλό σου
μεσολαβώντας άνεμος
ή τίποτα
ή τίποτα
και τέλος η μεγάλη βυσσινιά καμπύλη του λεγόμενου φωτός:
ο ήλιος απάνω στα υγρά φυλλώματα
την έχει κατακάψει τη φιλοσοφία.
Πιλότος της ψυχής ο θάνατος. Η ζωή είναι ωραία το βράδυ.
Καλή ανάσταση
 
Ξεθωριασμένο χειρόγραφο  (από τη συλλογή ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ 1982)

Σας έλεγα: γιατρός κι ετοιμοθάνατος το ίδιο πεθαμένοι
σας έλεγα: γιατρός κι ετοιμοθάνατος ανάμιχτοι
στην άνθηση του λάκκου σαν αμφίβλαστοι
τα χείλη τους απόχρονα λιθώματα μια μέρα
στον ίδιο πικροπίδακα στο ίδιο ρήμα.
Ιθαγενής είναι ο θάνατος
απ’ έω δεν υπάρχει χάρος
ιθαγενής είναι ο θεός δεν είναι αλλόχθονας
κι αυτό σημαίνει πως ο κόσμος πρυτανεύει.
Το ζήτημα είναι να μην κάνεις ίσκιο
κι αγάπηση φριχτή στην ορατότητα
 
Ο άκλαυτος μαρκήσιος DeSade (από τη συλλογή ΑΝΑΜΝΗΣΤΙΚΗ ΛΗΘΗ 1982)

Ας μιλήσει τώρα στην εύκρατη σιγή της ερημίας
ο άπλυτος ετούτος ουρανός ο καλαμοκάνης.
Όχι πυκνό το ποίημα σήμερα
να μην αφήσουμε τη λεκτική
ψαχνίδα ναν το κυριέψει.
Δεν ήτανε σα γαλανή φλογίτσα του καημού και μονοχάκης
ήτανε καύχος μ’ ένα στήθος από κουρελιάρικα έντομα.
Κι είχε θα λέγαμε γοερά στα χέρια του την ηλάγρα
για να βγάλει το καρφί του θανάτου:
τον είχε πάρει μονοσκοίνι τον έρωτα
γυρεύοντας αδιάκοπα να καρφώνει
την ηδονή στα δροσομέλανα βάθια.
Ένα εγώ έχω το όμορφο: που δεν αποφεύγω τη θανή μου.
Σ’ αυτά τα λόγια ο ανέθρεψε το άπειρο
μ’ αυτά τα λόγια σαν αμέτρητα πεσμένα φύλλα
τον τάφο του τον έκανε αόρατο στον κόσμο
 

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]

Μίλτος Σαχτούρης, Τα κουρασμένα τ’ άλογα χιλιάδες κουρασμένα δάχτυλα τα δείχνουν κι ακόμα παραπάνω από τη δίψα του ο Ποιητής

$
0
0
Σήκω από το κρεβάτι Λάζαρε σου κάνουν δώρο  Πουλιά απελπισμένα δεμένα με σκληρές άσπρες κλωστές σ’ ένα λιβάδι τρυφερό με ανεμώνες όπου μεσ’ απ’ το σύννεφο βγαίνει ένα πουλί πολύ πικρό πολύ λαμπερό πολύ φοβισμένο

 [Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]


Λάζαρος (από την ποιητική συλλογή ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

«Είναι όλα νέα σήμερον
έτος δωρήματα ελπίδες
και μόνον την καρδίαν μου
αρχαίαι δέρουν καταιγίδες»
 
Βροχή μεσ’ στις στοές βροχή
χαλάζι μέσα στ’ αυτοκίνητα
με παγωμένα πόδια
για δες πώς σε κοιτάζει ο φρουρός
φωτογραφίες θάνατοι ελπίδες
 
Κάρβουνα μέσα στην καρδιά του Λάζαρου
Σήκω από το κρεβάτι Λάζαρε
σου κάνουν έναν τόπο μακρινό
ένα λιβάδι τρυφερό με ανεμώνες
ένα λιβάδι τρομερό
σήκω απ’ το κρεβάτι Λάζαρε
Λάζαρε εργοστασιάρχη Λάζαρε κακέ
Λάζαρε γίνε ποταμός της άνοιξης
γίνε σκουλαρίκι γίνε σίφουνας
αγάπησε τη ζωή.
 
«Είναι όλα νέα σήμερον»
για δες πώς σε κοιτάζει ο φρουρός
φωτογραφίες θάνατοι ελπίδες
«και μόνον την καρδίαν μου
αρχαίαι δέρουν καταιγίδες»
 
Το εργοστάσιο
Εργοστάσιο εργοστάσιο
νύχτας και φωτιάς
με ήλιους μεγάλους από τριαντάφυλλα
πυροσβεστικές σκάλες
λεύκες-φαντάσματα με κόκκινα φύλλα
πουλιά απελπισμένα δεμένα με σκληρές
άσπρες κλωστές
φριχτά παιχνίδια.
 
Η νύφη
χαμογελάει
με λεκιασμένο μπράτσο
με ραγισμένο χέρι
με τα βαμμένα νύχια
στην προκυμαία πλάι-πλάι το βαπόρι
και παρακάτω η τρικυμία
και παρακάτω ο πνιγμένος
 
Αυτός Εκείνη
 
Τα κουρασμένα τ’ άλογα πλάι στη βρύση
η δίψα
κι ακόμα παραπάνω από τη δίψα
 
Ο Ποιητής
 
Είχε  τους κήπους του κρυμμένους μεσ’ στο στόμα του
που κάηκε και γέμισε καπνούς τη χώρα
 
Εργοστάσιο εργοστάσιο
φρίκης και φωτιάς
 
Κάποτε οι γυναίκες

Κάποτε μεσ’ απ’ το σύννεφο βγαίνει ένα πουλί περνάει πάνω απ’ τα σπίτια και κατεβαίνει στην πόλη



άλλοτε χρόνια έμεινε φυλακισμένο μεσ’ στο φεγγάρι
γι’ αυτό κι είναι πολύ πικραμένο πολύ λαμπερό
μ’ ένα μεγάλο μονάχα όμορφο γυναικείο μάτι



Μεσ’ απ’ το σύννεφο κατεβαίνει μεσ’ στη βροχή
περνάει σα φάντασμα πάνω απ’ τα σπίτια
στους δρόμους το κράζουν πουλί πουλί της βροχής
δεν στέκεται πουθενά γιατί αν σταθεί
χιλιάδες σκορπισμένα δάχτυλα το δείχνουν
γιατί είναι ένα πουλί σκληρό που βάφτηκε με αίμα
π’ αγριεμένο στην πόλη κατεβαίνει με τη βροχή
κι ένα πανέμορφο έχει γυναικείο μάτι
 
Γι’ αυτό και οι γυναίκες ταράζονται μόλις το δουν
άλλες όμως το κρύβουν μεσ’ στους καθρέφτες τους
άλλες το κρύβουν σε βαθιά συρτάρια
κι άλλες βαθιά μες στο σώμα τους
έτσι δε φαίνεται
δεν το βλέπουν οι άνδρες που τις χαϊδεύουν το βράδυ
ούτε το πρωί σαν ντύνονται μπροστά στον καθρέφτη
δεν το βλέπουν
γιατί είναι ένα πουλί πολύ πικρό πολύ λαμπερό
πολύ φοβισμένο.
 

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό…όπου ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]


Έκτωρ Κακναβάτος, Πώς αντέχεις πέφτοντας στην πύλη του Αυγούστου; Κόφτ’ το λοιπόν να τελειώνουμε!

$
0
0
Στον άλλο γύρο κάποιοι δίκαιοι κερδίζουν την τοξίνη τους κι άλλα τέτοια που υπάρχουν ίσα για να στέκεσαι σ’ εκείνο το θαυμαστικό από κοινό χαρτί που σου επιφυλάσσουν στο τέλος

[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]

Θαυμαστικό από χαρτί (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)

Οι φωνές
τα φυσικά τα ενάλια
τα παρασυμπαθητικά μου
όταν φυσάει εκείνος ο εκδικητικός άνεμος
κι αφήνεται στην τύχη το κοβάλτιο
ρεμβώδες
οι μύστες κι άλλα ραδιενεργά πολύεδρα
οι φρένες σου ασταμάτητες κι η διαδήλωση
μισή αφίσα, πες λεμονοδάσος μέσα σου,
η άλλη μισή το κάτι σάπιο της Δανίας
οι χειρονομίες των άπληστων που εισάγονται
στα γενικά έξοδα με ιεροπραξίες
πιάνεσαι στα δίκρανα
χορωδίες αχινών καγχάζουν
κι οι Διάκριοι.
Πώς αντέχεις;


 
Στον άλλο γύρο κάποιοι δίκαιοι
κερδίζουν λέμε την τοξίνη τους
κι άλλα τέτοια που υπάρχουν
ίσα για να στέκεσαι στα πόδια σου.
Το κύκλωμά σου με τα πράγματα
η συστροφή του
η λογική του κυκλώματος
η ανάγκη για είδωλο
σαν πεινάς την αίσθηση
έστω σαρκώδης
όπως συγκεντρωτικός φακός
έστω εντερική
κι εκείνο το θαυμαστικό από κοινό χαρτί
που σου επιφυλάσσουνε
στο τέλος
 
Εξόν τα τζιτζίκια (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)

Ούτε γι’ αυτό που σε γοήτευε,
το κουνέλι της φρυγμένης γης,
και πρόσφατα που στέγνωνε με τα τζιτζίκια
λήγοντας του Αυγούστου.
Ούτε γι’ αυτό ρωτάς
κι ούτε για τίποτα.
Ποιος ν’ απαντήσει άλλωστε από την αίσθηση
ερήμωσε κι η όχθη ετούτη.
Κι ίσως γι’ αυτό να είναι το χαλίκι
που βρήκε η λύπη μου σαν ήταν φεγγαρόφωτο
σε μονοπάτια
και μόνο της αράχνης η καρδιά ακουγόταν
βαθιά στο χώμα.
Ύστερα εσχίστη κι άνοιξε.
Το γέλιο του ένα μανιτάρι
πέρα ως την άκρη του ουρανού.
Ο τρόμος κάτω βιαστικός έπνιγε τα έμβια
εις διαταγήν Ηρώδη Αντύπα.
 
Εξόν τα τζιτζίκια που αντιστέκονταν
πέφτοντας στην πύλη του αυγούστου.
 
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)

Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα
ο δρόμος στένευε με λέξεις ψόφιες
που μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.
 
Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ.
 
Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αιγίσθου:
διαβήτες, Κλυταιμήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που τέλειωσαν
το πρόβλημα της αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ - ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες.
 
Κόφ’ το λοιπόν να τελειώνουμε.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Νίκος Καρούζος, Ο περιούσιος Παπαδιαμάντης κι ένας μεγάλος νερόλακκος που καθρεφτίζει τ’ αστέρια

$
0
0
Αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια, την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων: τέτοιος υπήρξε κι ο σκοτεινός Άδωνις του παρόντος ποιήματος μ’ εκείνη την ανοιχτόχρωμη εικασία στην όσφρηση ρεμβάζοντας ανάμεσα στους αέρηδες

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

 Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος (από τη συλλογή ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974)

Θαμνώδη ρήματα και φύλλα καταπράσινα της γλώσσας.
Μεγάλος άνθρωπος κι ανέσπερος έλληνας που κράτησε
τον πόνο στο σωστό του ύψος
αγνοώντας και δημοτισκισμούς και εξελικτισμούς και μόδες
αγνοώντας τα εκάστοτε μορμολύκεια
την ασίγαστη γενικότητα των πιθήκων
αγνοώντας τον αιώνα της καλπάζουσας εξυπνάδας
ο ανοξείδωτος.
Ήδη τα θύματα της Προόδου που πρόωρα σκουριάζει
πάνε στην πατρίδα του τη Σκιάθο
κι αγοράζουν ελπίζοντας οικόπεδα
πάνε για λίγο αεράκι λίγη θάλασσα και φρέσκο φεγγάρι.
Μα είναι αδύνατο να κοροϊδέψουμε τη ρημαγμένη φύση
με ξιπόλητα Σαββατοκύριακα και με τροχόσπιτα.
Ο ακέραιος κυρ Αλέξανδρος
εκείνος ο περιούσιος Παπαδιαμάντης
και το κεράκι μας ακόμη δεν το θέλει.


Το εύκρατο σκοτάδι του Saint-Just(από τη συλλογή ΧΟΡΤΑΡΙΑΣΜΕΝΑ ΧΑΣΜΑΤΑ 1974)

Ένας ακοίμητος επαναστάτης μεταφέρει στο κεφάλι του
το πεπτικό του σύστημα και χωνεύει περίφημα
τα πικρά ιδεώδη και θεωρήματα
φορώντας το πορτοκαλί σακάκι του Μαγιακόφσκι.
Τέτοιος υπήρξε και ο σκοτεινός ¨Αδωνις του παρόντος ποιήματος
μ’ εκείνη την ανοιχτόχρωμη εικασία στην όσφηση
ρεκάζοντας ή κάλλιο ρεμβάζοντας
ανάμεσα στους αέρηδες του Γιώργη Couthonκαι του Ροβεσπιέρου
Δεν πρόφτασε κανέναν κίνδυνο για καρδιοπάθεια
ή νεφρίτιδα ή συκώτι λόγου χάρη
στην πηχυαία ζωή του την απέραντη
μερικές πιθαμάδες απ’ την άδηλη κούνια.
Είχε πράξει το μέλλον όταν έβαλε
τον τρυφερό του τράχηλο στην ακόπαστη καρμανιόλα
τη λάμψη του σκότους με τέτοια καθαρότητα λουσμένος…
-Μια τρομερή κλωτσιά τι ξάστερη! Το ίδιο κι ένα χάδι;
Μα, κάτι σκεφτότανε, που φέρνει συνήθως
ημικρανία στα τριαντάφυλλα
κι η συχνότητα της αηδόνας αλλάζει…
Μα όμως ό,τι κρύσταλλο και να σπάσει κανένας
το στήθος είναι το πτηνό στον άνθρωπο
το δώρο του θηλαστικού στην ιστορία
το πήλινο δοχειάκι που δέχεται την ταραχή των αθώων.
Είχε βραδιάσει στο Παρίσι της Conventionκαι οι κότες ενοχλούσαν τη νύχτα κουρνιάζοντας.
Ένας μεγάλος νερόλακκος είχε κιόλας αρχίσει
να καθρεφτίζει τ’ αστέρια.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]

Μίλτος Σαχτούρης, Και οι νύχτες που νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του ήταν άγριες για όλους

$
0
0
Δεν είναι ο Οιδίποδας, είναι ο νεκρός Ηλίας της λαχαναγοράς που παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα. Όμως το μεγάλο ψάρι που χρόνια ξέρει αυτό το παιχνίδι, απλώνει τα χέρια του, βάζει τις φωνές, παίρνει πίσω τα ψάρια μου στη βαθιά θάλασσα… και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι γεμάτο οινόπνευμα…

 [Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]

Τα ψάρια της φρίκης (από την ποιητική συλλογή ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

Στο σκοτεινό λιμάνι
μονάχος τη νύχτα
στην προκυμαία
μαζεύω τα ψάρια
τα ψάρια που αστράφτουν
τα ψάρια που έρχονται
κοπάδια-κοπάδια
από τη μαύρη θάλασσα
 
Έρχονται μόνο σε μένα
με τα πονηρά τους μάτια
γιομάτα ασήμι
έρχονται και ξαπλώνουν
πάνω στην απαλάμη μου
τα ερωτικά ψάρια
τα ζαλισμένα ψάρια
κι άλλοι γύρω τους ρίχνουν
δίχτυα και αγκίστρια
με λάδι και φώτα
για να τα πιάσουν
 
Όμως το μεγάλο ψάρι
που χρόνια ξέρει
αυτό το παιχνίδι
απλώνει τα χέρια του
βάζει τις φωνές
παίρνει πίσω τα ψάρια μου
στη βαθιά θάλασσα
 
Και μ’ αφήνει πάλι μόνο
μες στο έρμο λιμάνι
με τ’ άδεια μου χέρια
με τ’ άδειο καλάθι μου

 
Δεν είναι ο Οιδίποδας

Ένας μεγάλος ουρανό γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες σε γωνίες
να κλαίνε
τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
ο Αίγισθος το δίχτυ ο Κώστας
ο Κώστας ο ψαράς ο πονεμένος
ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Κώστας ο Ορέστης ο Αλέξης
άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
με φώτα με σημαίες με δένδρα
φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει κάτω
φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει από τον Ουρανό
τ’ άλογα του Αχιλλέα πετούν στον ουρανό
βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
γεμάτο οινόπνευμα
τότε νυχτώνει η σιωπή στους δρόμους
και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
παιδιά τον ακλουθούνε στις μύτες των ποδιών
δεν είναι ο Οιδίποδας
είναι ο Ηλίας της λαχαναγοράς
παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
είναι ο νεκρός Ηλίας της λαχαναγοράς
 
Η Τρίτη και η τέταρτη μέρα
Το πρωί έφεγγε ο ήλιος
τα δυο της στρογγυλά άσπρα γόνατα
σαν ήλιος
 μέσα σε πηγάδι
καφτός
άναβε τις κουρτίνες
 
Ο βραδινός μονόφθαλμος
άναψε τις κουρτίνες
κι ήταν μόνος
με το μαύρο πανί στο τρύπιο μάτι
μ’ αυτό που έβλεπε τον κόσμο
ροζ
τις νύχτες
 
Κι οι νύχτες
ήταν άγριες για όλους
κανείς δεν ξέχναγε το αίμα
περνούσαν έρχονταν
κάπνιζαν τα φουγάρα
κανείς δεν ξέχναγε το αίμα
έβγαινε ο παπάς
έβγαινε ο στρατιώτης
κι ήταν πάντα νύχτα
νύχτα μεγάλη
νύχτα
νύχτα
 

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό…όπου ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]

 

Έκτωρ Κακναβάτος, Όλη τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι κόκκινο, το πρωί σε βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα

$
0
0
Σώστε το παράλογο, το υψωμένο χέρι του ηδονιστή δείχνοντας προς το επέκεινα που χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία…(αφήνω που, αυτό μας έλειπε, θ’ ακούγεται σαν ευχαριστώ στον εξοχότατο κανάγια) 

[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]

 
Η φυλή μου εμένα με το ανέφικτο (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Ο στόμφος εκούρασε, σύμφωνοι
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου,
ως τη παραμόρφωση
και πάλι σύμφωνοι
Άσχετο που με τους αστούς μακάρια πια
παρακμάζει
σωστά
Λένε σε τόνο χαμηλό εξομολόγησης
-συγγνώμη, ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις
λοιπόν είπαμε σε τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο
κι ας είναι στο σκοτάδι πιο άρρητη
χα…
 
Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφικτο;
και πού ανηφορίζει;
Κι ακόμα τον κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;

 
Αφήνω που, αυτό μας έλειπε
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ
στον εξοχότατο κανάγια.

 

Λέγοντας πέτρες (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Αλλιώς δε γίνονταν ως φαίνεται
Αρχή αρχή ακέραιος και βόνασος
ύστερα χίλια κομμάτια με την άρνηση
κλασματικός ακόμα υπήρχες
συνεχίστηκες σημάδι από πουλιά
ή τρία δάχτυλα
σμιχτά του μόσχου χαράζοντας γητειές
κι ευθείες κάθετες ώσπου χαμήλωνες
τσακίδια και μαδάρες καταμεσί των αριθμών
ώσπου μετριόσουνα
μετριόσουνα που δεν έλεε να σωπάσεις…
… χαρτογραφούσες τον πηλό αυτόν το δαίμονα
τη φτερούγα μέσα σου που έτρεμε και εμίλειε
λέγοντας πέτρες περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σώστε το παράλογο
το άλλο σας εντόσθιο που άρπαξε το σκυλί
και χάθηκε προς τα οινόφυτα του γαλαξία…
 
Όλην τη νύχτα τουφεκούσες ένα φεγγάρι
κόκκινο
το πρωί το βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα.
 
Αναδίπλωση (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Θητεία στην υπέρβαση
βαθιά του νου εκείνο τ’ ολοκλήρωμα
σαν πολυέλαιος
σκέτο σμάλτο και λαζούρι άπιαστο
το υψωμένο χέρι του ηδονιστή
τον έλιωνε
δείχνοντας προς το επέκεινα
προς την ελλειπτική βαρύτητα
αχώρητη στο βιολετί
κι εκείνα τ’ Αλεξανδρινά:
ηδύτητες
μεταδιανοήματα
απόδειπνα λουσμένα στην αλόη
και τις μνήμες
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Νίκος Καρούζος, Μονάχα η μέσα φλόγα που λιώνει την αφή κοντά χίλια όνειρα κι ο ψυχοπαθής που έλεγε με εχεμύθεια πως είχε μέσα στα σπλάχνα του τον Προμηθέα

$
0
0
Πώς πέφτουμε στη νύχτα κι από τι πόθους έχοντας ολόγυρα την Άνοιξη με βρόντο της αγάπηςκι ο Σολωμός  μας έτυχε στο όνειρο καθώς το μαχαίρι στο λαιμό του κόκορα δίχως άλλο βάρος απ’ το σώμα έχοντας παρέα και το δράκο που έκανε, λέει, κοντά χίλιους φόνους, έτσι με τόσο άνοστο πνεύμα χαλώντας το Ιδεατό Ποίημα μ’ όλα τα άνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα και την αγαπημένη πεταλούδα στον ιερό γλιτωμό της από τρεις λέξεις ως τα κοράσια με τ’ αγιασμένο στήθος που ’πεφταν να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνεια

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

 
Η ευγένεια της κωμωδίας μας (από τη συλλογή ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ 1964)

Όταν ξεραθεί το χαμομήλι στον καλύτερο ήλιο της χρονιάς
έρχονται βράδια να γυρέψει από δαύτο κι ο φτωχός κι ο πλούσιος
κι όπως κυλάει μέσα μας και βάλσαμο
κι ευωδιάζουν τα σπλάχνα κι αρμονίζονται
φέρνοντας  κάποιο αίσθημα φαγωμένης πεταλούδας με τα χνούδια της
ένα τίποτα ένα χορτάρι φέρνοντας όλη την ειρήνη
έτσι κι ο Ιησούς ένα τίποτα, μονάχα φτυμένος
μονάχα η μέσα φλόγα που λιώνει την αφή
κι ο Θεός γυμνοπόδης ένα αρνί στον αέρα
ψηλά στο δένδρο της βυσσινιάς το καιόμενο πέρα στη δύση.
Α τι φρικτό που είναι το νερό ένα τίποτα κι ο αόρατος
μας έτυχε καθώς το μαχαίρι στο λαιμό του κόκορα.

 

Η άνω Ιερουσαλήμ (από τη συλλογή ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ 1964)

Αποτρόπαιο φίδι της Γνώσεως αλλήθωρο φίδι
θα σφυρίζεις πάντα στην ανηφόρα μας
έχοντας ολόγυρα την Άνοιξη με σχοίνα και θυμάρι
τα δένδρα και τον ήλιο σαν το φρέσκο αίμα.
Εμείς ανεβαίνουμε στην ουράνια πόλη
δίχως εναέριο σιδηρόδρομο δίχως άλλο βάρος απ’ το σώμα
ωραίοι στον κόπο λαμπρότατοι στον ιδρώτα μας ωραίοι
ανεβαίνει μαζί μας κι ο πεχλιβάνης
κι ο άλλος ο γενετήσιος δούλος που μάζευε πεταλούδες
κι η Μανταλένα που σκότωνε μύγες απάνω στο στήθος του
κι η Μάρθα η κουτή με την κιθάρα.
Δεν έχω λόγο να σας γνωρίσω μ’ όλα αυτά τα πρόσωπα
εμείς ανεβαίνουμε
κάθε ώρα που περνά μας τρομάζει σαν εκκωφαντική εκπυρσοκρότηση
ανεβαίνει κι ένας γελοίος
χαιρετώντας τα πουλιά τι ωραία
ο Λικνίτης με σταφύλια νηπιακός και τα κληματόφυλλα
ο βαρύτονος ο Ριγολέτος με την κόρη του
και ο Δούκας της Μάντοβας καίγεται
ανεβαίνουμε, ανεβαίνουμε σαν περιουσίες
κι ο ψυχοπαθής που έλεγε με εχεμύθεια
πως είχε μέσα στα σπλάχνα του τον Προμηθέα
τι ήσυχος ανεβαίνει μασώντας βλαστό απ’ αγκάθι
έχουμε παρέα και το Δράκο που έκανε, λέει, κοντά χίλιους φόνους
ο καλοκαιρινό ψεύτης λέγοντας ο ύπνος μου είναι κινηματογράφος
έκοβε, λέει, την καρωτίδα κάθε Ελένης κι έπινε το αίμα
σε λιγνοπόδαρα ποτήρια στολισμένα με υακίνθους.

Κοντά χίλια όνειρα κι όνειρα ίδια
ο ψεύτης ετούτος με βάζει σε σκέψεις
ποια ν’ ανεβαίνουμε η αξία
πώς μπήκε στην προσκύνηση των πουλιών
έτσι με τόσο άνοστο πνεύμα χαλώντας το Ιδεατό Ποίημα…
 
Ο Σολωμός στ’ όνειρό μου (από τη συλλογή ΥΠΝΟΣΑΚΟΣ 1964)

Πώς πέφτουμε στη νύχτα κι από τι πόθους…
Με κοφτερή μοναξιά στολισμένος άρχισα να κοιμάμαι
λευκός ιδρωμένος μέσα στην αγελάδα του ύπνου
κλεισμένος ολούθε απ’ το όνειρο που κυματίζει στα βάθη
κι ολοένα κερδίζει την ύλη πέρα της.
Ένα ξημέρωμα καθάριζε τα μάτια μου
στους ουρανούς ανοίγαν όλα τα παράθυρα κι ο Διόνυσος
μαυροντυμένος μ’ άσπρα χειρόκτια κρατούσε το σκουληκάκι
στην παλάμη που έμοιαζε με στουπέτσι βαμμένη
πλάι του σ’ ωραία παραλία
έπεφταν οι κολυμβητές να πιάσουν το σταυρό τα Θεοφάνεια
και μακριά πώς ακούγονταν αθώα τουφέκια
ο βρόντος της αγάπης η χαρά της συμφοράς
μ’ όλα τα άνθη σε γαλάζια δευτερόλεπτα μ’ όλες τις αχτίδες
την αγαπημένη του πεταλούδα στον ιερό γλιτωμό της
και δράκοντες ευωδιάς ανέβαιναν από κίτρινες σκάλες
ως τα κοράσια που δεν χάρηκαν τον έρωτα.

Γύρω ήταν δάσος χιλιοπράσινο
με τα πουλιά σαν αναρίθμητους καρπούς απάνω στα δένδρα
με τα πουλιά σε μεθυσμένη σύναξη για πάντα κι ένας σκύλος
αργά πηγαίνοντας ούρησε στο κορμί της κοντινής αμηγδαλιάς
με σηκωμένο πόδι κι ανάμεσα
ο γόος έσφαξε η φωνή που τινάχτηκε από τρεις λέξεις
οι απαίσιες χιλιτηρίδες.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]

 

Μίλτος Σαχτούρης, Το φεγγάρι της άνοιξης σβησμένο και τ’ άγρια μάτια της τρελά και διψασμένα σαν αστραπές

$
0
0
Η κόρη με τα φίδια της με τα ωραία λουλούδια της πήγαινε και τραγουδούσε… Φεγγάρια κι εκρηκτικά τριαντάφυλλα που ούρλιαζαν και ματώνανε τα χέρια και σκότωναν στην τύχη πιάνουν το νήμα της Αριάδνης

 [Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]

Πασιφάη (από την ποιητική συλλογή ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)
Τα παγωμένα χέρια
ψάχνουν τα σύννεφα
βρίσκουν το μύλο
μέσα στα σύννεφα
να γυρίζει δίχως φτερά
βρίσκουν το φάντασμα
της καμινάδας δίχως κεφάλι
βρίσκουν το σταυρό
της άγριας φοβέρας
το τρύπιο πιθάρι
της βροχής
βρίσκουν ακόμα
το φεγγάρι της άνοιξης
σβησμένο
να καπνίζει
με γύρω γύρω του
πασχαλιές
τα παγωμένα χέρια
πιάνουν το νήμα
της Αριάδνης
και τότε βρίσκουν
τσακισμένη
κομματιασμένη
την ξύλινη αγελάδα
της βασίλισσας
κι ακόμα βρίσκουν
μέσα στα σύννεφα
πώς να το πω
 
τα ίδια της μάτια
άγρια τρελά
και διψασμένα
 
σαν αστραπές

 
Του πύργου

Η κόρη πήγαινε και τραγουδούσε
η κόρη με τα φίδια της
με τα ωραία λουλούδια της
 
Όμορφα που μυρίζαν τα λουλούδια
 
Τα χέρια του έδενε
ο ληστής
που μούγκριζε
στα πόδια της
το αίμα
το κεφάλι του
η γλώσσα
η ρίζα
το φιλί
γιομάτοι οι κήποι
αίμα
μη μιλάς
 
Κανένας δεν μιλούσε
 
Η κόρη πήγαινε και τραγουδούσε
η κόρη με τα φίδια της
με τα ωραία λουλούδια της
 
Η λειτουργία του άσπρου

Ρίχνανε πρώτα τα σκοινιά
στις τέσσερες γωνιές
που ασπρίζανε τα τέσσερα τα πρόσωπα
χτυπούσανε τα χέρια
και προχωρούσαν απ’ τις τέσσερις γωνιές
και μάζευαν τα σύννεφα
έτσι έμενε το δάπεδο γυμνό
έπειτα άρχιζαν να περνούν οι μαύροι πετενοί
ένας –ένας
αφήνοντας ένα ρυάκι αίμα κόκκινο
σαν χάνονταν
ρολόγια άρχιζαν να πυροβολούνε άδικα
και σκότωναν στην τύχη
φεγγάρια ούρλιαζαν
προσφέρανε κι εκρηκτικά τριαντάφυλλα
που σκάζαν και ματώνανε τα χέρια
η αγωνία
τα πρόσωπα σιγά-σιγά χάναν τα μάτια τους
τα φρύδια κι έπειτα το στόμα
τα δόντια και τα τσίνορα
γίνονταν κάτασπρα όπως και τα ρούχα τους
όπως και τ’ άσπρα δένδρα
όπως και το λιβάδι
όπως όλα
Άσπρα.
 

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό…όπου ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]

 

Έκτωρ Κακναβάτος, Άνυδρα εικοσιτετράωρα στο μάκρος της ξερολιθιάς απέξω αιώνας θολωτός και το ουρλιαχτό του

$
0
0
Εγώ χαμένος στα πρανή μην ξέροντας παρέξ να πελεκώ αρχέτυπα στη γλώσσα μου του θάμπους, την όψη μου είπες να φορώ των αρχαγγέλων. Και πού χωράω άτμητος απόγονος βραχογραφίας

[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]

 
Απόγονος Βραχογραφίας (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)

-1-

Πρώτο μερικό υπόλοιπο, πες βούλιαξε
Λίγο κατάρτι έξω των νερών, πες κάποτε
πες πότε σύρθηκε ανάμεσα των σκοταδιών
που τον γαβγίζανε ο ήλιος.

Αιώνας θολωτός, απέξω πέτρες
και το ουρλιαχτό τους.



Φοράς το αρχαίο νερό μαχαίρι
ντύνεσαι τον πρόγονο γενιά βελανιδιού
τις δρασκελιές του τα ποτάμια φυσεκλίκια
κι ο γκρας ανάσταση.

Και μόνο να το πεις οι εκκλησιές
οι στουρναρόπετρες ανάψανε τα βάτα
τέτοιος τόπος.
Ίσα να πάει κι εφτούνη η άνοιξη
τούτο το καλοκαίρι
όσο να ’ρθει ο αρχάγγελος αλάτι και χιονόβροχο
σάπιος για λίγα ένσημα στην τιμονιέρα
να βγει μια σύνταξη
και να μη λέει το κέρατο
να πάει το ρέμα τούτο λίγο ανήφορο
την Αχερουσία.

-2-
Άνυδρα εικοσιτετράωρα στο μάκρος
της ξερολιθιάς μάνα μου μάνα μου
κι εσύ αχανής
μ’ έξι φτερά ξοπίσω από κουρούνες.
Εγώ χαμένος στα πρανή μην ξέροντας
πάρεξ να πελεκώ αρχέτυπα
στη γλώσσα μου του θάμπους
την όψη μου είπε να φορώ των αρχαγγέλων.
Πότε; για ποιον;
Και πού χωράω άτμητος
απόγονος βραχογραφίας;

-3-
Δεύτερο μερικό υπόλοιπο που αταίριαστος
μάχεσαι το ναι
το όχι
το ένα
το μη ένα
νοτιάς κατάσαρκα κι έχασες τη μιλιά σου στο βυθό
ψάχνοντας τον βουλιαγμένο αντικυκλώνα
και τη φωνή με τις εννιά οπές του εχτελεστικού
που σε ξεσέρνει ακόμα ούθε ανήφορος
και λες σε τούτη να σταθείς την πέτρα
την άλλη
την πιο πέρα
που ήταν κρόταφος ή προφήτης
κι έγινε σίδερο

-4-
Για τελευταίο μερικό υπόλοιπο
τα’ άλλο μισό της μέρας
σινδόνα και σουδάριο
μη μιλάς
αδέλφι ωχρό που πέρασες αμετανόητος
της πυρκαγιάς
και της αιθάλης.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Νίκος Καρούζος, Καθώς ο νους μου παραπλέει την ανυπόδητη τρέλα, καταφερτζήδες των στίχων ευκλεώς στοιχηθείτε

$
0
0

Μουσική καλλικέλαδη των δασών χαρούμενη νοσταλγία του μέλλοντος με φλάουτα του έλληνα θεού του τραγοπόδη Πάνα! Μέριμνα είναι αυτό το βλέμμα ή οίστρος ακολασίας; Κανένα άλογο δεν είπε πως χρειάστηκε ποτέ του κτηνίατρο…

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

ΡΟΥΜΑΝΙΑ (από τη συλλογή ΦΑΡΕΤΡΙΟΝ 1981)
Μεγάλο έπος του παράφορου
πράσινου σε πολύφυλλες λάμψεις
Ρουμανία χαρούμενη νοσταλγία του μέλλοντος
με φλάουτα του έλληνα θεού του τραγοπόδη Πάνα
μ’ ένα κομμάτι ξυπνημένο μάρμαρο
στα χέρια του αγέρωχου Μπρανκούζι
μεγάλο γεωφυσικό βυζί γιομάτο γάλα
στρουμπουλή Ρουμανία
κουμπάρα του Δούναβη
στους μακρινούς του γάμους με τη Μαύρη Θάλασσα
Ρουμανία αιωρούμενη
κιθάρα του Εμινέσκου
Ρουμανία γλυκόλαλη ολβιότητα του Ενέσκου
Ρουμανία που πλάθεις ρουμάνικα όνειρα

ΡΟΥΜΑΝΙΑ ΙΖΟΛΔΗ ΤΟΥ ΤΡΙΣΤΑΝΟΥ ΤΖΑΡΑ
μουσική καλλικέλαδη των δασών
και των αχράντων αγελάδων-πεδιάδων

 
ΤΑΡΑΖΟΜΑΙ (από τη συλλογή ΦΑΡΕΤΡΙΟΝ 1981)

καθώς ο νους μου παραπλέει
την ανυπόδητη τρέλα
σιμά στα ανεξήγητα
κίτρινα στοχάζοντας
την ευπρέπεια του ήλιου
στο αμάραντο κυκλάμινο
την επωδή της ημέρας-:
βασίλεμα ιερότητα
 
ΤΟ ΑΚΤΙΣΤΟΝ (από τη συλλογή ΦΑΡΕΤΡΙΟΝ 1981)

Ευχαριστήρια στους δασώδεις ανέμους.
Διπλοπενιά ο κόσμος της φιλοσοφίας
σκονάκια θεότητας και σίγουρης ευτυχίας
μέριμνα είναι αυτό το βλέμμα ή οίστρος ακολασίας;
Προς Θεού ω Κορίνθιοι παραγίνηκε πια η τροπική σας υλοφροσύνη.
Καταφερτζήδες του πνεύματος και των στίχων
ευκλεώς στοιχηθείτε…
 
WAGNERISSIMO(από τη συλλογή ΦΑΡΕΤΡΙΟΝ 1981)

Με μια λεκτική νευρικότητα για γέλια.
Τ’ αλάτι ξεμωράθηκε καλπάζει
ο δυόσμος με την άσωστην εωδιά του
τα σέλινα λαχανιάζουν από δικό τους άρωμα
ο μυρωμένος πρόλογος του μεγάλου γιασεμιού
την όσφρηση τρομερά τη γονατίζει.
Βαλκυρίες δεν ήτανε τα ροδαλά τριαντάφυλλα κι όμως
φιλοδοξούν ολημερίς τ’ αστραποκάψιμο του άνδρα.
 
Προσπέραση με βαρύ κρυολόγημα (από τη συλλογή ΦΑΡΕΤΡΙΟΝ 1981)

Μια τρίχα κάνει την άφαντη ζωή της οπουδήποτε πεσμένη, ειρωνεύεται
την εύρωστη ματιά μου ωσάν γραμμική θεότητα
η αφή και τα όνειρα συμπλέκονται /pugna/
υπήρξα υπνοβάμονας όπως οι αρχαίοι
θρησκευτικοί διδάσκαλοι
μα αυτό το πιάνο
έχει λόξυγκα προς τα δεξιά του σολίστα.
Κανένα άλογο δεν είπε πως χρειάστηκε ποτέ του κτηνίατρο.
Τα χρεμετίσματα μου στην Κυρία μητέρας σας.
 
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά

Μίλτος Σαχτούρης, Εφιαλτικές γυναίκες με τρυφερά κέρινα χέρια βόσκουν απεγνωσμένα στην παγωνιά

$
0
0
Θα σου βρω πάλι το ίδιο κορίτσι να τρέμει δεμένο στο σκοτάδι και το σκύλο ουρανό που βαστούσε τη βροχή στο πηγάδι… Θα σου βρω πάλι το σάπιο το μήλο… Θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίξεις… Ποιες πέτρες, αυτές που είχα στα χέρια μου ή τα δάκρυα που δεν θα τρέξουν από τα μάτια μου…

 [Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]

ΤΟΥ ΘΗΡΙΟΥ (από την ποιητική συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)
Μη φεύγεις  θηρίο
θηρίο με τα σιδερένια δόντια
θα σου φτιάξω ένα ξύλινο σπίτι
θα σου δώσω ένα λαγήνι
θα σου δώσω κι ένα κοντάρι
θα σου δώσω κι άλλο αίμα να παίξεις
 
Θα σε φέρω σ’ άλλα λιμάνια
να δεις τα βαπόρια πώς τρώνε τις άγκυρες
πώς σπάζουν στα δυο τα κατάρτια
κι οι σημαίες ξάφνου να βάφονται μαύρες

 
Θα σου βρω πάλι το ίδιο κορίτσι
να τρέμει δεμένο στο σκοτάδι το βράδυ
θα σου βρω πάλι το σπασμένο μπαλκόνι
και το σκύλο ουρανό
που βαστούσε τη βροχή στο πηγάδι
 
Θα σου βρω πάλι τους ίδιους στρατιώτες
αυτόν που χάθηκε παν τρία χρόνια
με την τρύπα πάνω απ’ το μάτι
κι αυτόν που χτυπούσε τη νύχτα τις πόρτες
με κομμένο το χέρι
 
Θα σου βρω πάλι το σάπιο το μήλο
 
Μη φεύγεις θηρίο
θηρίο με τα σιδερένια δόντια.
 
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 1948 (από την ποιητική συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)
Σημαία
ακόμη
τα δόκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά
και τα σπίρτα καμένα
και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα
εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα
χαϊδεύουν
βόσκουν στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα
με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς
το τόπι
ο σιδερόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου
 
ΤΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ (από την ποιητική συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)
Χώρα
γιατί
ποια χώρα
 
τα σπίρτα γύρω-γύρω
οι πόρτες
ποια σπίρτα
ποιες πόρτες
 
τα χέρια
και τα πόδια
και τα δάχτυλα
 
όχι τα σπίρτα
οι πέτρες
 
ποια χέρια
και ποια πόδια
και ποια δάχτυλα
 
οι πέτρες;
 
ποιες πέτρες
αυτές που είχα στα χέρια μου
ή τα δάκρυα
που δεν θα τρέξουν
από τα μάτια μου
 

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό…όπου ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]

 

Έκτωρ Κακναβάτος, Χάνει σου λένε αίμα συνέχεια η αίσθηση. Προσοχή βάραθρα…

$
0
0
Και μην απλώνετε, λέει, οράματα και τέτοια έγχορδα εντός της σατραπείας… Να αστυνομεύεται η συμπεριφορά των ακεραίων αριθμών από το τρία και πάνω. Θέλει να πει του πλήθους ή κάτι τέτοιο μεταφυσικό και καλά με τους μεγάλους αριθμούς όμως τι γίνεται με τη μονάδα,α υτό το έμβολο;

[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]

Διήγηση (από την ομότιτλη ποιητική συλλογή)

-1-

Για άλλη μια φορά παραπλέω απόκρημνα. Με τι να διανοούμαι πλέον σε εποχές αρχέτυπων; Αριθμοί αλίμενοι, δασύτριχοι και λιθοξόοι. Εντός μου κωνοφόρα τα τριξίματα οι ρίζες του αγέρα που δεν έγιναν πετρέλαιο, οι σημασίες σε αχνάρια πλατυπόδων σε αμμούδες κι η σελήνη μονοσύλλαβη. Οι πινακίδες:

ΠΡΟΣΟΣΧΗ ΒΑΡΑΘΡΑ
ΠΡΟΣΟΧΗ ΕΥΘΡΑΥΣΤΑ
ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΤΗ ΦΥΣΙΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ

Άλλη δουλειά δεν είχαμε. Τι κάνουνε αυτοί στο εργαστήριο φιλοσοφίας; Σιγά το πρόβλημα: λάθη πολιτικής στις Συρακούσες. Λύσσαξαν που τους ξέφυγε ο τεντιμπόης ο μορφονιός προς Πασαργάδες. Συνετίζονται μωρέ Αθηναίοι με λατομεία και Σικελίες;  Πότε αλλάξαν της όρασης «εσύ Νικάς έστω και της γέυσης, πότε; Ωχ αδελφέ παράτα μας με το Νικία και τες φρονιμάδες. Χάνει σου λένε αίμα συνέχεια η αίσθηση.
-2-
Εποπτεία αιμοδοσίας γύρος δεύτερος. Να μην υπάρχει λέει διόραση εσχατιών, ούτε εσχατιές. Άθλια περίπτωση. Και μην απλώνετε, λέει, οράματα και τέτοια έγχορδα εντός της σατραπείας. Άκου ο αλιτήριος. Ν’ αστυνομεύεται η συμπεριφορά των ακεραίων αριθμών από το τρία και πάνω. Θέλει να πει του πλήθους ή κάτι τέτοιο μεταφυσικό, και καλά με τους μεγάλους αριθμούς, όμως τι γίνεται με τη μονάδα, αυτό το έμβολο; Ελέγχετε, λέει, τα έμβολα. Κι ας πάει να χώθηκαν των Περσών ανάμεσα Παλούκια – Πέραμα και άλλα τέτοια εικοσάεδρα και προγονοπληξίες. Εγκύκλιος: να προωθούνται οι ευάγωγοι οι νωχελικοί οι φλαουτίστες σε τεκέδες οι μεσόνυχτοι των ακκισμών στη Ρώμη ευθύαυλοι, ομοφυλόφιλοι, ορχηστρίδες. Κηρύσσονται εχθροί του καθεστώτος το σήμα ιχθύς ως δυσανάγνωστον οι δάδες της άλλης σημασίας οι κατακόμβες τα σπουδαστήρια φοροφυγάδων οι απελεύθεροι ελληνομαθείς και ο ρηματικός τύπος «ολισθαίνοντες», μίασμα που μας άφησαν οι Καρχηδόνιοι. Ένα μόνο κερί στο υπόγειο έφεγγε της αντίστασης να δέσει τα σαντάλια της. Πάνω παχιά ταινία παρασιτική του πεπτικού ο βηματισμός των λεγεώνων.

-3-
Ο τρίτος γύρος τρισχειρότερα. Η αλλεργία σου με τη στατιστική: πού πάει αυτό επιτέλους. τρώει το δέρμα πρώτα ύστερα όλα τα άλλα με το γυαλόχαρτο. Γύρος τέταρτος οι πόρτες. Εντός διασκεπτόμενοι  ποιος πρώτος ποιος από θέση ισχύος: ορθογώνια η τράπεζα, στρογγύλη η τράπεζα. Έξω γορίλας Μηνάς ο πέμπτος, μακαρθικός του Αιγόκερω, τα χέρια πίσω, πάνω κάτω στο διάδρομο της αυτοκρατορίας.

-4-
Τελευταίος γύρος οι εσχατιές. Εσύ που επέμενες θερίζοντας λογισμό και λόγο, εσύ θερίζοντας. Πέρα και πέρα ο χώρος άδειο σπίτι. Ένα-ένα του παίρνανε τα έπιπλα, αηδιασμένος παρέδωσε στο τέλος και το μεγαλείο του. Τι παλιατζήδες. Εσύ επέμενες πως χάνει η αίσθηση αίμα συνέχεια, αδύνατον να παραδεχτείς τι θα πει πεδιάδα.

Ξάφνου ( ω δίοπε κάπου Νοέμβριος) στο κλιμακοστάσιο το κεφάλι κόπηκε. Σκαλί-σκαλί από τον έκτο πήρα να κατρακυλά την επικράτεια. Στον πέμπτο με Ηράκλειτο εκπνέοντας. Στον τέταρτο με Ρωμανό. Στον τρίτο η χάρτα του Ατλαντικού τα ασυνάρτητα για δικαιώματα, η διακήρυξη ως το δεύτερο. Στον πρώτο λίγα το Μακρυγιάννη ακόμα, ως το ισόγειο, έτσι. Εκεί με το ως πότε παλικάρια… ξεψύχησε. Αυτά.

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Νίκος Καρούζος, Έρωτα με κατοίκησες πολύ μ’ ενάντιο σπίτι ενάντιον άνεμο και το φεγγάρι καθαρό πουκάμισο

$
0
0
Δεν είναι πια η Άνοιξη δεν είναι καλοκαίρι μα εγώ ας ανοίξω το βήμα κι εδώ λησμονημένος να δείξω την αιωνιότητα. Έχω άλλωστε τα φτερά ταξιδεύω πάνω απ’ τα γλυκύτερα βάσανα του καλοκαιριού την ομορφιά του έαρος… Μεγάλη η νύχτα κι η Ποίηση τόσο χαμηλή για τους αναγκασμένους. Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στο κορμί μου. Πού είναι τα χρόνια των υακίνθων…

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

 
Σχέδιο για το μέλλον του ουρανού (από τη συλλογή ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961)

Ουρανέ ολόκληρε ανοίγει το άνθος
της φωνής μου ψηλά
έφυγαν όλα τα πουλιά μου το χειμώνα
δεν προσμένω σ’ αυτούς τους τόπους ελευθερώνω
αγγίζοντας έρημος το γερασμένο πρόσωπο της βροχής
κι όμως έρχεται απ’ την αύριο
με το φάσμα του τρόμου διασταυρώνομαι πάλι.
Δεν είναι πια η Άνοιξη
δεν είναι καλοκαίρι μα εγώ
ας ανοίξω το βήμα κι εδώ λησμονημένος
να δείξω την αιωνιότητα.


Έχω άλλωστε τα φτερά ταξιδεύω
πάνω απ’ τα γλυκύτερα
βάσανα του καλοκαιριού την ομορφιά του έαρος.
 
Ακούω τους ήχους των τυμπάνων σου Μελλοντικέ
όμως λυτρώσου από μας
πίσω δεν πάει  καιρός μονάχα σέβεται
το κορμί με τ’ άνθη του
ιδού λοιπόν γιατί το συντρίβει.
Λησμόνησέ μας.
 
Ακούω τη χαρά σου πολιτεία του θεού υπάρχεις
αλήθεια και δρόμος αργυρόχρωμα
κλαδιά κάτω απ’ τη σελήνη
η μυρωμένη η πορτοκαλιά το ρόδι
ευτυχισμένο λάλημα του πετεινού.
 
Όταν λαλεί ο πετεινός πώς σχίζει την καρδιά μου
τι ερημιά διαλαλεί στο σάπιο μεσημέρι.
Από χειμώνα σε αισθάνομαι πολιτεία του έρωτα
ο ήλιος ανατέλλει και τους πεθαμένους ίσκιους
ένα φως πανάρχαιο σάβανο δένοντας
σε λάμψεις τη μουσική μου.
 
Μεγάλη η νύχτα κι η ποίηση
τόσο χαμηλή για τους αναγκασμένους.
Χιλιάδες πόλεμοι συμβαίνουν στο κορμί μου.
Που είναι τα χρόνια των υακίνθων…
Ο ήλιος σου μάτωνε τα γόνατα κι οι άνθρωποι
φαίνονταν ευεξήγητοι
σαν τα φυτά τη βροχή τον ουρανό!
Και τώρα να η μοίρα μου
στην πόλη μέσα τη φρικτή
μ’ ενάντιο σπίτι ενάντιον άνεμο.
 
Έρημος τώρα ο βράχος της αγάπης-
μη με λησμονήσεις
πάνω του στα βραδινά πετρώματα
με το φεγγάρι καθαρό πουκάμισο.
Μη με λησμονήσεις βαθύτατε αέρα.
 
Τη νύχτ’ αναστενάζουμε.
Γλυκύτατη σελήνη φωτίζει τα πεύκα μου
έχει περάσει πια το μεσονύχτι
κι εγώ στρέφομαι στην πικρή κλίνη
είμαι ένας έρημος με δάφνες ένας μοναχικός
που χάθηκε στους κρυστάλλινους μακρινούς ήχους.
 
Της καρδιάς μου τα πικρά και μαύρα φύλλα
πνοή που να ’βγει απ’ τον ευλογημένο εντός μου
δεν τα κίνησε. Τώρα σε δίνες
έχω χαθεί κάποτε υπήρξα
ο άγγελος των ορατών όπως αγάπησε βαθιά.
 
Σε ακούω Εκτυφλωτικέ –
πώς έρχεται η φωνή σου απ’ τον ύπαιθρο
ήχοι μου ταπεινοί πλαγιαύλων
υπάρχω κι ακούω το ελεγείο.
 
Εγώ τότε τραγουδούσα:
Έρωτα με κατοίκησες πολύ
φύγε απ’ αυτό το σπίτι.
Δεν έχει ούτε ένα παράθυρο να βγει
στα δένδρα η ερημιά μου
σκόνες μονάχα και σύνεργα της ψυχής.
Οι άγιες εικόνες δεν υπάρχουν
έρωτα μη σημαίνεις πια.
Πρέπει ν’ αρχίσω απ’ τη λησμονιά.
Μη δείχνεις – είμαι ο ανώφελος το ξέρω
σώμα για θάνατο και θάνατο
που ελπίζει σ’ ένα φύλλο δένδρου.
Η φωνή μου λυγίζει.
Αλλά δεν παραδίνομαι αντίκρυ
σ’ αυτή τη δύση τρομαγμένος
εγώ μ’ όλο το αίμα μου
έτσι όπως πόνεσα στους δρόμους ατελείωτα
με τόσο σπαραγμό στα σύνορά μου.
Ο ουρανός είναι στον βαθυκύανο χειμώνα.
Το φως φωνάζει με τον κεραυνό.
Να με σώσουν τα όνειρα ή να με συντρίψουν
-ένα τ’ ονομάζω.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]

Νάνος Βαλαωρίτης, Θα πλημμυρίσουν τα μάτια σου όνειρα με το κορίτσι που ’ρχεται να σε γεμίσει φιλιά

$
0
0
Και το κορίτσι που ονειρεύτηκες στους ολόφωτους κάμπους μπορεί κι αυτό να ’χει το ίδιο χαμόγελο της χαραυγής όταν το αγκαλιάσεις και το φιλήσεις τυφλά… και θα συναντήσεις την αστραπή που θα σου δώσει το βλέμμα της το νεραντζοφιλημένο.  Και σ’ αυτήν την ονειρεμένη πολιτεία μπορεί κι εσύ να ’χεις την ίδια σου την καρδιά βαθιά κρυμμένη μες τη δική μας μνήμη για τους σκληρούς κι ανήσυχους καιρούς που είναι να έρθουν… Μα, έλα εσύ, τίναξε το βαρύ χαλινάρι που εμποδίζει τα όνειρα να φορέσουν αστραφτερά πουκάμισα και τραγούδησε ένα δικό σου αστέρι να σου πλαταίνει τα όνειρα, να σου φυτεύει περιβόλια με τριαντάφυλλα χελιδόνια και να σου δείχνει μ’ ένα βαθύτερο δάχτυλο τους φίλους και τους εχθρούς με τ’ όνομά τους το αληθινό… Να κατέβει ο Γαλαξίας να γίνει περιβόλι, να ’ρθουνε τα ποτάμια να γίνουν ένα ρέμα για να νιφτούν οι άνιφτοι να πιουν οι διψασμένοι να χτίσουν κι αυτοί ένα χαρούμενο σπίτι. Έτσι, θα ξέρεις περισσότερα νησιά κι από την ίδια τη θάλασσα, περισσότερα πουλιά κι από τον ίδιο τον ουρανό, μη τυχόν γελαστείς και νομίσεις πως στ’ αλήθεια οι γυναίκες τη νύχτα χάνουν την ασκήμια τους και γίνονται όμορφοι άγγελοι που γλιστράν σιωπηλά να ξεχάσουν τον πόνο της μέρας στη θερμή αγκαλιά σου

Τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική η θάλασσα που σπαράζει πάνω στα βράχια σαν γυναίκα αλυσοδεμένη στη στεριά. Όμως πρέπει πρώτα να χαράξουμε στην πέτρα ένα χαμόγελο, ν’ ανάψουμε στους στίχους μερικές μεγάλες φωτιές όπως το απαιτούν οι συνήθειες των ναυαγών και η φαντασία των ποιητών. Για του λόγου το αληθές…

 
Το μάθημα της Χαραυγής (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΠΟΙΗΜΑΤΑ-1 (1944-1964, Εκδόσεις Ύψιλον)

-Ι-
Σ’ εσένα που καρτεράς τη θάλασσα να ’ρθει να σε βρέξει με τα νερά της
όπως έρχεται ένα κορίτσι να σε γεμίσει φιλιά
όπως έρχεται ένας αγέρας βορινός να σου φέρει το παραμύθι του κάμπου
όπως έρχονται οι λεμονιές να χορέψουν στο ματωμένο σου στήθος
ένα βράδυ του Μαγιού απ’ τα περβόλια της Νάξος
στολισμένες με κόκκινα τριαντάφυλλα να πλημμυρίσουν τα μάτια σου όνειρα.
 
Σ’ εσένα που καρτεράς να ξαναρθούν τα κοιμισμένα καράβια να γεμίσουν την αγκαλιά σου θυμάρι
και να σου φέρουν ένα τραγούδι θαλασσινό που θα μαγέψει τα’ αυτιά σου
κι η θάλασσα να βγάλει ανθούς να γίνει περιβόλι
κι οι περιβολάρηδες να βυθιστούν στη μεθυσμένη αγκαλιά του Μαΐστρου.
 
Σ’ εσένα που καρτεράς την άνοιξη να κατέβουν οι χωριάτες με κόκκινα τριαντάφυλλα στα μαλλιά τους
με φλογέρες και με γυμνά κορίτσια στην αγκαλιά τους
να χορέψουν να πιουν και ν’ ανάψουν φωτιές μες στ’ αμπέλια
να σφίξουν τα ολόλευκα στήθια για να φύγουν τ’ αστέρια
να κλειδώσουν τ’ ασημένια τους μπράτσα στ’ αναμμένα κορμιά
να ντρέπεται ο Αυγερινός να χαμηλώνει τα μάτια του
να κοιτάζει κι η Πούλια να ζηλεύει και να παραπονιέται.
 
Σ’ εσένα φίλε που βγαίνεις με το πουκάμισο της χαραυγής να γιορτάσεις
σ’ εσένα με τα χαμηλωμένα μάτια και της σφιγμένη καρδιά
σ’ εσένα που λογαριάζεις πως είναι δύσκολο να λυθούνε τα μάγια
που σε κρατάνε δεμένο τόσο καιρό μέσα στην ίδια σου την αράχνη
σ’ εσένα που στάθηκες βουβός μπροστά στις αμυγδαλιές
σ’ εσένα και σ’ όλους εκείνους που έμειναν βυθισμένοι μες στο βαρύ μετάξι του ύπνου
στέλνω τ’ αναπάντεχο κι αστραφτερό τούτο μήνυμα:
«Ενωθείτε παιδιά πριν ναυαγήσουν τα στήθια σας
μες στην πυκνή σάρκα της λησμονιάς λάφυρο μιας τεχνητής καλοσύνης
κι ελάτε όπως ο άνεμος μες στις υγρές κοιλάδες
να προσκυνήσουμε γυμνοί τη μεγάλη δυναστεία του κριθαριού.
Ενωθείτε παιδιά πριν πεθάνει οριστικά το γέρικο σπαθί του μπάρμπα-Γαλαξία
κι ελάτε τρυφεροί όπως τ’ ανήλικα χορτάρια της Γκιώνας
να φορέσετε τη χιλιοκεντημένη μορφή της θύελλας
και να γαμπροστολίσετε τα’ ανθισμένα ποτάμια σας
μ’ ένα γιγάντιο σπαθάτο γαρούφαλλο
και θα γλιστρήσουν τα ίδια σας τα βουνά μες στις βαθιές κι απελπισμένες χαράδρες
και θ’ αντηχήσουν τα βήματά σας μες στην πικρή καρδιά του ανέμου
και στ’ αφιλόξενα τούτα παράλια θα προσμένουν τη δύναμή σας ένα πλήθος καράβια.

-ΙΙ-
Γι’ αυτό κι εσύ που μας άκουσες να γίνεις δάσος να κυβερνήσεις την άνοιξη
γι’ αυτό μπορεί κι εσύ που μας είδες να γίνεις ουρανός να κυβερνήσεις τα άστρα
φτάνει να το θελήσεις
κι όλες οι παιδικές σου ελπίδες μπορεί κι αυτές να ’χουν πεθάνει
οι κούκλες, τα κάστρα, οι ναύτες και τα παιχνίδια
και το κορίτσι που ονειρεύτηκες στους ολόφωτους κάμπους
μπορεί κι αυτό να ’χει το ίδιο μαρμαρωμένο χαμόγελο
όταν την αγκαλιάσεις και τη φιλήσεις τυφλά
και σ’ αυτήν την παγωμένη μας πολιτεία
μπορεί κι εσύ να ’χεις την ίδια σου την καρδιά
βαθιά κρυμμένη μες στη δική μας μνήμη
φτάνει να μην ξεφύγεις όταν θα νιώσεις την αστραπή να σιμώνει
σε μιαν άλλη πικρότερη φαντασία
φτάνει να μην απλώσεις γύρω σου τ’ αμέτρητο πλήθος
μιας εκατόφυλλης μοναξιάς
γιατί θα σηκωθείς ένα πρωί κουρασμένος ν’ αγναντέψεις τα σπίτια
και ο καπνός δε θα ’ναι πια τότε το κόκκινο φίδι
που θα τυλιχθεί στο λαιμό σου όταν στερέψει τ’ όνειρο
που θα σταθεί στο πλευρό σου να ξαναφέρει
το κορίτσι με τα γλυκά πορτοκαλιά,
το κορίτσι με τ’ άσπρα κύματα
το κορίτσι με τα νησιά με τους γλάρους και τα κοράλλια.

-ΙΙΙ-
Είναι βαθιά τα ποτάμια τους μα δεν έχουν αμυγδαλιές
είναι γυμνά τα βουνά τους μα δεν έχουν υπομονή
κι είναι δύσκολοι σύντροφοι για έναν άνθρωπο που αλλάζει καρδιά
αυτά τα χωματένια παιδιά.
 
Και να που θα βγαίνουν αμέτρητοι
από τα πέτρινα στήθια μιας μεγάλης αυγής
και να που θα γεννιούνται κατάχλωμοι
από τα όνειρα μιας ασάλευτης γης
θαλασσινοί που λησμόνησαν τα καράβια τους στο βυθό
βασιλιάδες που ονειρεύτηκαν μια βαθύτερη κόρη
και μυστικοί δολοφόνοι ντυμένοι σαν άγγελοι και παρθένες
θα ’ρχονται να κουρελιάσουν τον ύπνο μας μ’ ένα κρυμμένο σπαθί
κι άγνωστοι μα σοφότατοι αστρολόγοι
μας δείχνουν τους ουρανούς βυθισμένους μες στα νυχάτα τους δάχτυλα
και μαντεύουν το θάνατό μας
για τις μεγάλες μας αποφάσεις μια στάχτη παντοτινή.
 
Και να που θα περάσουν μια μέρα κι απ’ τη δική σας κοιλάδα
να σας αλλάξουν τα στήθια τους με κοράλλια
να σας τρυπήσουν τον Αύγουστο με το διπλό κοντάρι της χαραυγής
να σας αρπάξουν τα όμορφα παλικάρια
για να τα σπείρουν άδοξα μες στο βυθό της θάλασσας
και θα σκορπίσουν κάποτε τα κοιμισμένα καράβια σας
με τον ήλιο και με τη δύναμη ενός μεγάλου καθρέφτη
που έφεραν από μια ξένη χώρα να σας διδάσκει παντοτινά
ένα μάθημα για τις σκλαβωμένες καρδιές
ένα σύνθημα για τους σκληρούς κι ανήσυχους καιρούς.
 
Μα εσύ παλικάρι μου που τους είδες να φανερώνουν τα φοβερά τους αινίγματα
από τις σκοτεινές χαράδρες του χρόνου
τον άνθρωπο με ένα τρίτο χέρι
το φίδι με τα εφτά κεφάλια
και το παιδί με τα χαμένα μάτια
να ’χεις ψηλά τους πύργους σου σε κάθε πύργο κι άστρο
να σου πλαταίνει τα όνειρα
να σου κοιμίζει τις λιογέννητες πορτοκαλιές
να σου φυτεύει τα περιβόλια με τριαντάφυλλα χελιδόνια
να σου κρεμάει τ’ αφηρημένα ρολόγια στα εγέρωχα πλατανόφυλλα
και να σου δείχνει μ’ ένα βαθύτερο δάχτυλο
πίσω απ’ το κάθε χαμόγελο ένα πικρό τριαντάφυλλο
πίσω από την κάθε φωνή μιαν άλλη πικρότερη φωνή
πίσω απ’ την κάθε μορφή μιαν άλλη μορφή κρυμμένη
και γρήγορα να διαλύσεις τα μυστικά τους
τις γυναίκες, τ’ αστέρια και τα καράβια τους
μες στο ήσυχο Λευκαδίτικο λάδι.
 
Σκεφτείτε τώρα γείτονοι κι εσείς τα βουνά σας
και το φεγγάρι σκεφτείτε που έζησε τόσα χρόνια κοντά σας
και τα πουλιά σας που έφυγαν να πάνε σ’ άλλη χώρα
σκεφτείτε κι εσείς να βρεθείτε μια καταπράσινη χαραυγή
ολομόναχοι πάνω σε τούτη τη γη
σκεφτείτε κι αυτοί να σταματήσουν κάποτε τις αφρισμένες ακρογιαλιές
και να γίνουν αγάλματα
που θα μαντεύουν παντοτινά μια μεγάλη καταστροφή.
 

V-
Και στη δική μας την πολιτεία περνάν και βυθίζονται σαν αστέρια
ένα κοπάδι πνιγμένοι, ένα πλήθος καταδικασμένοι
έμποροι μιας βαθιάς τρικυμίας, έμποροι μιας ανήξερης νύχτας
έμποροι της λησμονιάς που θα σκορπίσουν με ένα σπάταλο χέρι ένα βαθύτερο ύπνο.
 
Ασάλευτοι κι ατάραχοι μες στη χώρα μας
σαν τα βαριά και νυσταγμένα ποτάμια
έχουν πολλοί κι ένα χαμένο γαρύφαλλο στην καρδιά
και θα σε πάρουν μια μέρα να σου δείξουν τ’ αστέρια
κι εσένα που καρτεράς το θυμάρι ν’ ανθίσει στον ουρανό
κι εσένα που καρτεράς την άνοιξη ν’ ανοίξει στα δυο
θα σ’ αγκαλιάσουν και θα σου πούνε
για τη βαθιά συλλογή που χαρίζει την ευτυχία
μες στα ήσυχα και παγωμένα βουνά
για το μεγάλο ταξίδι που θα μπορέσεις να κάνεις ασάλευτος
με το νου σου μονάχα και την καρδιά
για τους νεκρούς που θα δεις για τη δύναμη και την ομορφιά τους
για τη φλόγα που τους βοήθησε να γίνουν στάχτη
για το θάνατο που θα σου φέρει
το αθάνατο νερό της λησμονιάς.
Μα να προσέχεις τις μαγικές υποσχέσεις τους μακρινούς αστερισμούς
τους Σκορπιούς, τους Κύκνους και τους Καρκίνους
να καθαρίζεις την ομορφιά σου από τα λάθη
απ’ τις βροχές κι από την τέχνη ενός κρυμμένου καθρέφτη
και να πηγαίνεις ελεύθερος με το χέρι πάνω στο τίμιο μαχαίρι
μεγάλο παιδί τριαντάφυλλο μεγάλο παιδί χελιδόνι
μεγάλο παιδί των παιδιών σου
να συναντήσεις τη φιλόξενη καρυδιά που θα σου δώσει το αίμα της
να συναντήσεις την αστραπή που θα σου δώσει το βλέμμα της
τους φίλους και τους εχθρούς να τους φωνάζεις πάντοτε
με τ’ όνομά τους το αληθινό.

-V-
Μην του πιστεύεις λοιπόν κι ας λένε πως στον ουρανό κάθονται κρίνοι
κι ας λένε πως τα μικρά παιδιά ξέρουν περισσότερα νησιά
κι από την ίδια τη θάλασσα
κι ας λένε πως τα καράβια ξέρουν περισσότερα πουλιά
κι από τον ίδιο τον ουρανό
κι ας λένε πως τα σκυλιά πρέπει να κάτσουν φρόνιμα στα χωριά τους
να βοσκήσουν τα πρόβατα να φυλάξουν τα στάρια
για να φάνε τα χελιδόνια να μεγαλώσουν κι αυτά τη φωλιά τους
και μη γελαστείς και μη νομίζεις πως οι γυναίκες τη νύχτα
χάνουν την ασκήμια τους γίνονται όμορφοι άγγελοι
που γλιστράν σιωπηλά να ξεχάσουν τον πόνο της μέρας στη θερμή αγκαλιά σου.
 
Μη τους πιστεύεις κι ας λένε πως όλα θα διορθωθούν
όταν θα ’ρθουν οι κήποι ν’ αγκαλιάσουνε τα σπίτια
όταν θα ’ρθουν τα όνειρα να διώξουν τους ανθρώπους
όταν θα κατέβουν οι πρόγονοι απ’ τα ψηλά βουνά
με το δάκρυ στα χείλη κρεμασμένο
να χτίσουν πύργους να παντρευτούν γυναίκες νεραντζοφιλημένες
να σκάψουν τη θάλασσα στο τρίφυλλο ακρωτήρι
να συγγενέψουν με τις σοφές νεροφίδες
να συμμαχήσουν με τ’ αστροπελέκι
και ν’ αποχτήσουν δύναμη πολλή κι ανθρώπους
ίσαμε να ’ρθουν οι λαοί να ’ρθουν οι καιροί
να θάψουν τη μεγάλη πολιτεία να κάψουν τους ξύλινους θεούς
να πάρουν και τις γυναίκες στα χαμηλά καράβια τους νεραντζοφιλημλενες.
Μην τους πιστεύεις όταν μιλάνε για προγόνους.
Τώρα οι άνθρωποι αυτοί με τις παγωμένες καρδιές
είναι τόσο δυστυχισμένοι που δεν περιμένουν πια
να κατέβει ο Γαλαξίας να γίνει περιβόλι
να ’ρθουνε τα ποτάμια να γίνουν ένα ρέμα
για να νιφτούν οι άνιφτοι να πιουν οι διψασμένοι
να χτίσουν κι αυτοί ένα χαρούμενο σπίτι.
 
-VI-
Με το κόκκινο φίδι που γεννιέται στο αίμα τους
με τη διπλή φλογέρα που κοιμάται στο βλέμμα τους
τα παιδιά σας θα μεγαλώσουν κι αυτά
θα τινάξουν το βαρύ χαλινάρι που εμποδίζει τα όνειρά σας
θα φορέσουν τα αστραφτερά σας πουκάμισα
θα παρατήσουν τους χορούς και τα παιχνίδια στα τρυφερά λαγκάδια
και θα περάσουν σιωπηλοί μαρμαροτράχηλοι τις ατσαλένιες πόρτες
να πλημμυρίσουν τη γερασμένη σας πολιτεία
και τ’ αγέρωχα παλικάρια μεθυσμένα από το αίμα της χαραυγής
θα τιναχτούν να γιορτάσουν το ξύπνημά τους
να τραγουδήσουν με τη δική σας φωνή ένα δικό τους αστέρι
να ταξιδέψουν με τα δικά σας καράβια ένα δικό τους ταξίδι
ν’ αγναντέψουν με τα δικά σας βλέμματα ένα δικό τους ήλιο
να κοιμηθούν με το δικό σας ύπνο ένα λαφρύτερο ύπνο
και θα ’ρθουν αστροντυμένοι
όπως έρχεται το φεγγάρι να λιώσει στην αμασχάλη του βουνού
και θα ’ρθουν ηλιολουσμένοι
όπως έρχεται το μαχαίρι αστραφτερό να βρει το κοιμισμένο χέρι
και θα ’ρθουν ανεμοπόδαροι θαλασσοφιλημένοι
να τινάξουν στην μαραμένη σας αγκαλιά τη ζωντανή τους αγάπη
τα πλούσια κι απλοϊκά τους δώρα.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια Ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]

 

Μίλτος Σαχτούρης, Απάνω στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτί δυο σώματα ερωτικά

$
0
0
Όταν έπαιρνα τους δρόμους κι απ’ το χώμα ανέβαιναν τα σίδερα και μεσ’ το αίμα σφάδαζε το ευχαριστώ, τότε σπάγκοι διέσχιζαν το δωμάτιο απ’ όλες τις πλευρές, δεν θα ’ταν φρόνιμο κανείς να τους τραβήξει, ένας από τους σπάγκους έσπρωχνε τα σώματα στον έρωτα κι εγώ έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα

 [Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]

 
ΔΟΚΙΜΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ (από την ποιητική συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)

 

Οι φίλοι μου φεύγουν
ήρθαν να με χαιρετήσουν
 
δε θα ξαναδώ πια τους φίλους μου
 
ο ένας φεύγει για το δίπλα δωμάτιο
το πρόσωπό του έγινε μαύρο
φόρεσε ένα πράσινο σκούρο ύφασμα
νύχτωσε
πια δε μιλάει
 
ο άλλος φεύγει για τ’ άλλο δωμάτιο
να βρει τις καρφίτσες
πρώτα όμως κρύφτηκε στις κουρτίνες
φοβήθηκε
ύστερα ανέβηκε στο παράθυρο
για να κοιμηθεί
 
ο άλλος έβγαλε τα παπούτσια του
με τρεμάμενα  χέρια
πήρε τ’ άγαλμα
ζεστό
το πήγε στην κρεβατοκάμαρα
δεν ξέρει πώς να το στήσει
 
οι φίλοι μου φύγαν μακριά
 
δεν θα τους ξαναδώ
τους φίλους μου
 
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ (από την ποιητική συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)

Όταν ανέβαινα τους δρόμους
και το φεγγάρι μου έκαιγε τα χέρια
ξύπναγε η κόρη του ψωμά η κουκουβάγια
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
 
Όταν κατέβαινα τον ποταμό
το μυστικό της μου μάτωνε τα στήθια
ο βυρσοδέψης δεν είχε που να κοιμηθεί
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
 
Όταν ανέβαινα τις σκάλες
και μπλέχονταν τα ορτύκια μεσ’ τα πόδια μου
και σέρνανε τον άνθρωπο από τα μαλλιά
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
 
Όταν κατέβαινα τις σκάλες
και με περίμεναν κάτω για να τους πω
και φύτρωναν τριαντάφυλλα στο νεροχύτη
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
 
Κι όταν πάλι έπαιρνα τους δρόμους
κι από το χώμα ανέβαινα τα σίδερα
και μεσ’ το αίμα σφάδαζε το ευχαριστώ
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
 
Η ΣΚΗΝΗ (από την ποιητική συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)

Απάνω στο τραπέζι είχαμε στήσει
ένα κεφάλι από πηλό
τους τοίχους τους είχαν στολίσει
με λουλούδια
απάνω στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτί
δυο σώματα ερωτικά
στο πάτωμα τριγύριζαν φίδια
και πεταλούδες
ένας μεγάλος σκύλος φύλαγε
στη γωνιά
 
Σπάγκοι διέσχιζαν το δωμάτιο απ’ όλες
τις πλευρές
δεν θα ’ταν φρόνιμο κανείς να τους τραβήξει
ένας από τους σπάγκους έσπρωχνε τα σώματα
στον έρωτα
 
Η  δυστυχία απ’ έξω
έγδερνε τις πόρτες
 

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό…όπου ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]

 

Νάνος Βαλαωρίτης, Ενθάδε κείται ωραία προκλητική ολόκληρη η σελίδα η χαμένη από τον εαυτό μου

$
0
0
Κάποιος που είναι μέσα μου και ξεκινάει σαν τρένο γεμάτος ανυπόμονους κι ωραίους ταξιδιώτες, να μας γλιτώσουν οι καλοί απ’ τις κακές προθέσεις… Ανοίξτε αμέσως για να μπει αυτός ο κάποιος – κάποιος να μπει απ’ το παράθυρο όπως μια πεταλούδα που με κοιτάει όταν κοιτώ μέσα στον εαυτό μου, μες στο δικό μου πρόσωπο το πρόσωπο ενός άλλου…


Τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική η θάλασσα που σπαράζει πάνω στα βράχια σαν γυναίκα αλυσοδεμένη στη στεριά. Όμως πρέπει πρώτα να χαράξουμε στην πέτρα ένα χαμόγελο, ν’ ανάψουμε στους στίχους μερικές μεγάλες φωτιές όπως το απαιτούν οι συνήθειες των ναυαγών και η φαντασία των ποιητών. Για του λόγου το αληθές…

 
Κάποιος (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΠΟΙΗΜΑΤΑ-2 – Η ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΗ ΜΟΥΣΑ 1963-1965)

Κάποιος κοιτάει μέσα μου και βλέπει ότι με βλέπει
Κάποιος ακούει μέσα μου κι ακούει ότι μ’ ακούει
Με συναντάει το απόγευμα σε μια γωνιά του δρόμου
Μαντεύοντας ποιος θα ’ναι εκεί κι όσα θα μου συμβούνε

 
Κάποιος που είναι μέσα μου χτίζει ένα σπιτάκι
Και το γκρεμίζει γρήγορα πριν να το κατοικήσω
Κάποιος που είναι πάντοτε μπροστά και δεν μ’ αφήνει
Κλείνοντας και φράζοντας το δρόμο, να περάσω
 
Κάποιος κινείται μέσα μου και ξεκινάει σαν τρένο
Γεμάτος ανυπόμονους κι ωραίους ταξιδιώτες
Κάποιος μου λέει πως είναι αργά και δεν θα ’ρθουνε εγκαίρως
Να μας γλιτώσουν οι καλοί απ’ τις κακές διαθέσεις
 
Κάποιος μου λέει, για στάσου, ένα λεπτό περίμενε
Στάσου να δω ποιος είσαι εσύ, ποιος είναι αυτός, πού πάμε

Μα ήταν άλλος από αυτόν που νόμιζα πως ήταν
Και που ’ναι πάτα μακριά από εκείνο που είναι
 
Κάποιος θυμάται μέσα μου έναν παλιό του φίλο
Τότε που πέφταν κανονιές η μια πάνω στην άλλη
Κάποιος μου λέει, δεν είμαι εγώ, που γράφω αυτή την ώρα
Μα ένα χέρι ελαστικό που σπρώχνει το δικό μου
 
Κάποιος μιλάει μέσα μου όταν μιλάω με κάποιον
Και του εξηγεί πώς γίνεται το κάθετι στον κόσμο
Πώς γίνεται το ανώμαλο απ’ το κανονικό
Κι ο καπνός απ’ τη φωτιά πώς βγαίνει γαλανόλευκος
 
Κι απ’ τη βροχή το σύννεφο πώς χαμηλώνει αθόρυβα
Κι αδειάζοντας πώς πέθαινε επάνω από τα σπίτια
Κι από την πόρτα του μυαλού μια σκέψη πώς μπαινόβγαινε
Αλείβοντας τα λόγια της με της μιλιάς το μέλι
 
Ένας σκορπιός τρυπήθηκε απ’ το κεντρί του μόνος του
Κάποιο ρολόι αδέσποτο μπερδεύοντας τις ώρες
Χτυπούσε οκτώ στις έντεκα και δώδεκα στη μία
Απάνω στο καμπαναριό ή μέσα στην καρδιά μου
 
Ανοίξτε αμέσως για να μπει αυτός ο κάποιος – κάποιος
Να μπει απ’ το παράθυρο όπως μια πεταλούδα
Που με κοιτάει όταν κοιτώ μέσα στον εαυτό μου
Μες στο δικό μου πρόσωπο το πρόσωπο ενός άλλου.
 
Ενθάδε κείται (από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΠΟΙΗΜΑΤΑ-2 – Η ΑΝΙΣΟΡΡΟΠΗ ΜΟΥΣΑ 1963-1965)

Ενθάδε κείται η ιδέα που σχημάτισα για τον εαυτό μου
Και μια φωνή μου ψιθυρίζει να’ ρθω εδώ να μείνω
Στο κοιμητήριο των καλών προθέσεων στον τάφο μιας ωραίας ελπίδας
Όπου θα καταθέσουνε στεφάνια οι ανθοδέσμες κι οι αυταπάτες
 
Ενθάδε κείται η ιδέα που είχα για τον εαυτό μου
Ολόκληρο ένα κεφάλαιο της ζωής μου είναι εδώ κλεισμένο
Όταν όλα πήγαιναν καλά κι ήτανε όλα ρόδινα
Μέσα στο βιβλίο που ήμουνα ο ίδιος, θύτης, θύμα κι αναγνώστης
 
Αλλά δεν ήρθε εγκαίρως ο εαυτός μου στο μέρος το καθορισμένο
Ίσως να σταμάτησε ένα ρολόι – κι ίσως αυτός που διάβαζε
Να πήδηξε μια σελίδα απ’ το βιβλίο και να τ’ άφησε
Ίσως ν’ άλλαξαν οι προφητείες και να σκοτείνιασαν οι οιωνοί-
 
Κι έμεινα με τη μετασχηματισμένη  ιδέα του εαυτού μου
Και τώρα ενθάδε κείται ο θυρωρός της σκέψης μου της κεντρικής
Με τα’ αντικλείδι μου στου νου το χέρι ο κλέφτης
Κι ο παλιατζής των αποφάσεων μου
 
Ενθάδε κείται ωραία προκλητική η σελίδα
Η χαμένη από τον εαυτό μου – αλλά κανείς δεν έμαθε
Ποτέ το πώς και το γιατί να σκίστηκε από το βιβλίο
Με τέτοιον τρόπο οριστικό και μυστηριώδη κι άγνωστο.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια Ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]

 

Έκτωρ Κακναβάτος, Ποιος είπε τις επιστροφές μυστικό των βράχων ή πώς ανάβει τα μέταλλα ο νόστος

$
0
0
Χύνεσαι διάμεσος σκιών που αγγίζεις σκεύη του μαρτυρίου μη απτόμενα που προσφωνείς με αριθμούς το πολύ με ενώσεις του άνθρακα τον αυτοκράτορα… Τώρα μέσα απ’ το στήθος μου περνάς με ανοίγματα ερημιάς

[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]

Παρέξ όταν περνούνε άνεμοι (από την ποιητική συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Όταν την έρημη οδό προς Ελευσίνα
περνάς η έπαρση μέσα σε πεύκα και Αθηναίος
κι είναι πρωί δυο μέλισσες
ποιο χτεσινό χειρόγραφο
ποια εφηβεία των πενακοσιομέδιμνων
που να σου βγει του ονείρου στο θαλασσί
και στη φευγάλα;



Το βράδυ η Κυριακή αιμάτωμα
σακί της σόγιας τρίριγο
σ’ ανήλιαγα του τελωνείου
φαρμάκι και φαινόλη σ’ επιστρέφει.

Ισθμοί κορίνθιοι, τα Μέγαρα ορνιθοειδή
οι βάρβαροι από Αριμαθείας με κύμβαλα
και οι σημαίες της Mobilσε κηδεύουν.

Τα μάτια φαγωμένα από αρθρόποδα
η κνήμη έξω απ’ την άρμη μαρμαρένια
οι πέτρες της φραγκοκρατίας επίμονες
και τα φύκια ως κάτω.
Ποιος είπε τις επιστροφές
μυστικό των βράχων;
Τώρα προς Αθηνά η οδός με απανθρακώσεις
γυλιοί παγούρια οροπέδια Νεστοριανών,
τα γεωφυσικά ελεγεία του Μίμνερμου
όλο το χαρτικό της επιμελητείας
άχρηστο
ο λόχος αιφνιδιασμένος που σκορπάει
προς Ασπρόπυργο
οι φαντάροι που ρίχνονται σε θηλυκά
αγελαδοτρόφων
στον ουρανό ιλιγγιώδης η υψικάμινος
ή πώς ανάβει τα μέταλλα ο νόστος
τέτοιος όλεθρος.
 
Το μόνο που σώθηκε η φυτεία στουπιών
περνά του σκοτωμού μ’ ογδόντα μίλια
ξυστά στο πλάι σου
μετά η στροφή,
και που χάνονται στάχυα σ’ ανηφόρες
χύνεσαι διάμεσος σκιών
που αγγίζεις σκεύη του μαρτυρίου
μη απτόμενα
που προσφωνείς με αριθμούς
το πολύ με ενώσεις του άνθρακα
τον αυτοκράτορα
που τρώει το χέρι του ή τα πιθάρια του
και τη διαταγή του να μην ηχούν
οι σαλπιγκτές
πάρεξ όταν περνούνε άνεμοι πρίγκιπες
ή Αθηναίοι…
 
Έτσι με τις πληγές των Κυριακών εριστικός
ποτέ δε βρίσκεις βραδινές εφημερίδες
να λέμε για αφαιμάξεις.
 
Τροχιά (από την ποιητική συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)

Τώρα μεσ’ απ’ το πλήθος μου περνάς
με ανοίγματα ερημιάς
αφήνοντας χρυσά νομίσματα
σαν ήλιος μεσ’ από κοφίνια
που τα ξεπάτωσε η σιωπή,
αμνημόνευτη αλλιώς σ’ αυτούς τους τόπους.
 
Για κείνο το άσπρο ανάμεσα του τρία
και του τέσσερα χρεώθηκα βροχές
το αίμα δυο ασβών πίσω από σκοίνα
και μια γονυκλισία μέρες του Ακαθίστου,
να μην είναι θάνατος ούτε ενωμοτία
του Σεπτέμβρη
ούτε η μπόλια του μεσημεριού
απλωμένη ανάμεσα του ύπνου των αλόγων.
 
Έτσι θα περιμένεις Μάη Ιούλιο
ίσως και Αύγουστο
κάνε δυο δεκαετίες με κολεόπτερα και βάλε
μπορεί και αιώνα
μήγαρις βγω από νερά αλλοιωμένος
και γίνει φως και γίνει σκότος
ημέρα πρώτη της δημιουργίας.
 

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]

Νίκος Καρούζος, Είσαι μια ήπειρος του στήθους απ’ τα βάθη των φυλών πλανόδια ως το χάραμα μόνη με την εκρηκτική φωνή της σιωπής σαν το φεγγάρι

$
0
0
Φύλλα χαμηλόπνοα των ονείρων που ένας αέρας δυνατός αλλάζει τη φωνή σας για να λάμψουν οι ρομφαίες από χρώματα, σας κράζω τ’ αστέρια σα μεγάλα νομίσματα κόβοντας να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου

Σύμφωνα με τις σύγχρονες θεωρίες του Λόγου «η Ποίηση δεν γίνεται με ιδέες αλλά με λέξεις» γι’ αυτό ίσως ποτέ δεν θα μάθουμε τι είναι στ’ αλήθεια τα Ποιήματα (φενάκη, φρεναπάτη; ταραχώδη κύματα; είναι εκδορές, απλά γδαρσίματα;):πολλοί «τα βαλσαμώνουν ως μηνύματα», ο Νίκος Καρούζος τα λέει «ενθύμια φρίκης».Για του λόγου το αληθές…

Η μουσική (από τη συλλογή Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

Φύλλα δροσερά των ήχων απ’ το ουράνιο δένδρο
με χυμούς καθώς χάνονται σε παντρειές τραγουδιών
όπου η σιγή δεν έχει ακόνι και στέκει μονάχος
ο λυτρωτής τ’ αστέρια σε μεγάλα νομίσματα κόβοντας
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.
 
Φύλλα χαμηλόπνοα των ονείρων ένας αέρας
δυνατός μπορεί ν’ αλλάξει τη φωνή σας
για να λάμψουν οι ρομφαίες από χρώματα
στη χαραυγή του στήθους όταν είμαι πάλι να σας κράξω
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου.
 
Φύλλα γεμάτα θάνατο φύλλα στον ήλιο μαύρης Ανοίξεως
τι σχολείο που είναι η θλίψη
και τα πουλιά πέρα στην άσπιλη λαλιά βαθαίνουν ετοιμασίες
θάμβος μια χλόη μικρή και την παράκληση
να φέρετε, να φέρετε τον τρόμο στην καρδιά μου

 
Γυναίκα, πείσμα της Ασίας (από τη συλλογή Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

Είσαι μια ήπειρος του στήθους απ’ τα βάθη των φυλών
είσαι πλανόδια σα το φεγγάρι
ο πόνος είναι πλοκαμός κι η αγάπη σου υδράργυρος
γυναίκα, πείσμα της Ασίας.
Όταν αφήνεις ένα βλέμμα στις κοιλάδες να ωριμάζει
καθώς οι άνεμοι το ταξιδεύουν ως τα ύψη
νέμεσαι τα κλαδιά και χύνεις δηλητήρια μες στο φεγγάρι.
Μόνη σα φόνος κατοικείς τη συνείδηση
συνωμοτώντας αντίκρυ στις θεότητες των πουλιών
εσύ με μαύρα ποταμικά μαλλιά
εσύ πάλι και πάλι με σκοτεινά μάτια.
Λέω στον ήλιο να σταθεί χωρίς την αγαθότητα
σχίζοντας το μεγάλο χρώμα του ονείρου
στον ήλιο να σε πολεμήσει με βοερό θειάφι
και να γκρεμίσει όλη τη θύμηση που με παιδεύει.
να οι καιροί στα βήματά σου μ’ έφεραν
οι φυσικοί δεινόσαυροι τα ουράνια πλάτη
μια δέσμη χαλαρή του αίματος έτοιμη να σκορπίσει
τότε που φώναξα δίχως απόκριση: θέλω να γίνω γαλάζιος.
Ήρθες να μείνεις ως το θάνατο
με πορφυρές ανταύγειες απ’ τα μέλη
ρώτησα μα δεν έμαθα πού βρήκες το σκοτάδι
σε μυστικά ρυάκια κλειδώνεις τον ήχο σου
μόνο με την εκρηκτική φωνή της σιωπής.
Ήρθες να μείνεις ως το μακρινό χάραμα
σώματα πέρασες ακόμη ταξιδεύεις.
Εγώ δεν έζησα κι η ομορφιά της Αττικής είν’ όλο το ταξίδι μου.
Σε τόσους καημούς τραγουδώντας
δεν ξέρω τ’ όπλο της λησμονιάς.
 

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νίκου Καρούζου, κάτι σαν ΔΟΚΙΜΕΣ ΝΑΡΚΗΣ ΤΟΥ ΑΛΓΟΥΣ, που, «εν Φαντασία και Λόγω», «κάμνουνε για λίγο να μη νοιώθεται η πληγή απ’ το φρικτό μαχαίρι…» του χρόνου… «Διερώτηση για να μην κάθομαι άεργος; ή   «Δουλειά δεν είχε ο διάβολος…]

Νάνος Βαλαωρίτης, Προσπαθώντας να θυμηθώ τα όνειρά μου το σεληνόφωτο με τα χαράματα αριθμημένα στη τσέπη της ακρογιαλιάς

$
0
0
Από τον τάφο των μαλλιών μιας ηλιαχτίδας πέφτω στα γόνατα και παρακαλάω τον πρώτο τυχόντα να μου πει την αλήθεια για τα ερωτηματικά που συμβολίζουνε το σεβαστό φεγγάρι

Τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική η θάλασσα που σπαράζει πάνω στα βράχια σαν γυναίκα αλυσοδεμένη στη στεριά. Όμως πρέπει πρώτα να χαράξουμε στην πέτρα ένα χαμόγελο, ν’ ανάψουμε στους στίχους μερικές μεγάλες φωτιές όπως το απαιτούν οι συνήθειες των ναυαγών και η φαντασία των ποιητών. Για του λόγου το αληθές…

 
Αντι-Κειμενικότητα (από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)

Ονειρώξεις, ενδοφλέβια ταξίδια, σκάνδαλα κοινωνικά, διατρήσεις εντέρων,
Καταστάσεις καταληψίας, αφασία, μια περιοχή όπου τριγυρνάει το φάντασμα
Της φωνής του Χίτλερ, λεξίροια ξαφνική με το διπλανό, και δεν το ξέρω
Πάλι που βρίσκομαι. πού πάω, πούθε έρχομαι. όταν ξύπνησα το άλλο πρωί
Προσπαθώντας να θυμηθώ τα όνειρά μου, κι είμαι σαν το ξεπλουμισμένο κοτόπουλο
Κάτω απ’ τον αμείλικτο καταρράκτη του ντους, με καταδιώκουν τα πλοκάμια της
Νύχτας με μάτια γκάγκστερ, όταν η Κοινωνία με φανερή αηδία προφέρει το όνομά μου
Κι η τεμπελιά απλώνεται όπως η θάλασσα των Σαργασσών στα προάστια και πέφτω
Στα γόνατα και παρακαλάω τον πρώτο τυχόντα να μου πει την αλήθεια.

Δύο συνέχειες (από τη συλλογή ΣΤΟ ΚΑΤΩ ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, Νεφέλη 1984)

-1-
Μια συνέχεια με καρφώνει στην ωμοπλάτη
Χαλίκια αριθμημένα στη τσέπη της ακρογιαλιάς
Το κλεφτοφάναρο της περιέργειας

Πάντοτε αναμμένο μέσα από το πέος
Χασομέρικο πουλί της μοναξιάς
Πέταξες με τις καστανιέτες
Όταν έπεφτε το σούρουπο σε μια σπηλιά
Όπου θα πάνε να γλεντήσουνε οι εργένηδες
Στα γόνατα της καθισμένης εποχής
Κι από τον τάφο των μαλλιών μιας ηλιαχτίδας
Ζαλίστηκε το σεληνόφωτο με τα χαράματα
Γαμήσι πρωινό χωρίς ενθουσιασμό
Νυσταγμένο αυτοκίνητο που δυσκολεύεται ν’ αρχίσει
Αύριο θα βγούνε ποιήματα έτοιμα
Σουφρωμένα φρύδια ρεύματος ηλεκτρικού
Που θα καταλήξει καβάλα σε μιαν ωκεανίδα.

-2-
Ο ωκεανός μεταμορφωμένος γυναίκα
γλύφει το πόμολο της εξώπορτας.
Αγαπητό μου σάρκινο περίβλημα
τράβηξες πολλά κατά τα μέρη της Ανατολής
δένδρα κουρεμένα απ’ το φωτεινό ψαλίδι της αυγής
ένας κύριος με τσεμπέρι αλωνίζει στα χωράφια
σπέρνοντας ξερολιθιές στα δάχτυλα του ανέμου
το Ζώδιο φιδωτό πλοκάμι
στον ώμο του πεισματάρη δρόμου
φουσκώνουν τ’ αυτοκίνητα από βατράχια
το ξανακουρδισμένο πιάνο ηχεί
σαν οργανάκι ανάμεσα στους ουρανοξύστες
που ρίχνουν ανήσυχες ματιές στα τραίνα
τα στοιβαγμένα το δειλινό στο σταθμό
ερωτηματικά που συμβολίζουνε το σεβαστό φεγγάρι.
 
Διόλου Παράξενο (από το βιβλίο ΜΕΡΙΚΕΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ, Θεμέλιο 1982)

Καθ’ όλο το μήκος του διαδρόμου και σε ίσες αποστάσεις αναμεταξύ τους ήταν τοποθετημένες γυναίκες – ωραίεςμε φουστάνια μακριά και φουσκωτά και διάφανα, μέση στενή και στήθος μέσα σ’ ένα στηθόδεσμο της μόδας του 1890, με πρόσωπα στενόμακρα, στραμμένα στον απέναντι τοίχο. Και ήταν όλες αυθαίρετες, χλωμές σαν κεριά και ακίνητες σαν να ’ταν ψεύτικες, ενώ είναι βέβαιο πως ήταν ζωντανές, ενώ είναι γνωστό πως ζούσανε, εντούτοις φαίνονταν νεκρές, σαν ταριχευμένες, καλλονές με μαύρα κατσαρά μαλλιά, όλες τους, και με μικρά καπέλα σαν κεπιά.

Στέκονταν ακίνητες κατά μήκος του διαδρόμου και σιωπηλές και δεν κοιτούσαν ούτε δεξιά ούτε αριστερά,  αλλά πάντοτε μπροστά, στον τοίχο τον απέναντι- και δεν κουνούσαν από τη θέση τους ούτε και μιλούσαν σε κανέναν. Κι αν τις ρωτούσες, κάναν πως δεν ήτανε κανείς μπροστά τους. Μα πώς υποκρίνονταν τόσο καλά; Ήταν δυνατόν να μην συγκινούνται από τίποτα; Ήταν δυνατόν να ’ναι τόσο ψυχρές- νεκρές, ανέκφραστες, αόριστες, αφηρημένες; Μήπως ήτανε πλαστικές στ’ αλήθεια και δεν το είχα πάρει χαμπάρι;

Μήπως ήταν στημένες εκεί, ομοιώματα εκπληκτικά και απαράλακτα, των γυναικών που αλήθεια ζούνε– αυτές οι ψεύτικες, οι τεχνητές; Μήπως ήταν εκεί για να μας ξεγελάσουν, εμένα και όλους τους άλλους εκείνους, τους κουτούς ανθρώπους, με «τα δώρα των θεών» τους  και να μας καταστρέψουν όλους, κι έναν έναν ίσαμε τον τελευταίο;

Διόλου παράξενο.

[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Νάνου Βαλαωρίτη, που αύριο, καβάλα σε μια ωκεανίδα, θα βγούνε ποιήματα έτοιμα στις δενδροφυτεμένες μεριές της οικουμένης. Γιατί, όταν φανεί πια η θάλασσα, τίποτα δεν μας εμποδίζει να βεβαιωθούμε αν είναι πραγματική, τις νύχτες που το πέλαγος ροχαλίζει σαν άνθρωπος που βλέπει εφιάλτες]

 
Viewing all 121 articles
Browse latest View live