Quantcast
Channel: ΔΕΝ ΑΝΘΗΣΑΝ ΜΑΤΑΙΩΣ ΤΟΣΑ ΘΑΥΜΑΤΑ: Καρούζος, Σαχτούρης, Κακναβάτος, Εμπειρίκος, Βαλαωρίτης κ.ά.
Viewing all articles
Browse latest Browse all 121

Μίλτος Σαχτούρης, Και οι νύχτες που νυχτώνει η σιωπή τους δρόμους και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του ήταν άγριες για όλους

$
0
0
Δεν είναι ο Οιδίποδας, είναι ο νεκρός Ηλίας της λαχαναγοράς που παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα. Όμως το μεγάλο ψάρι που χρόνια ξέρει αυτό το παιχνίδι, απλώνει τα χέρια του, βάζει τις φωνές, παίρνει πίσω τα ψάρια μου στη βαθιά θάλασσα… και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι γεμάτο οινόπνευμα…

 [Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]

Τα ψάρια της φρίκης (από την ποιητική συλλογή ΠΑΡΑΛΟΓΑΙΣ 1948)

Στο σκοτεινό λιμάνι
μονάχος τη νύχτα
στην προκυμαία
μαζεύω τα ψάρια
τα ψάρια που αστράφτουν
τα ψάρια που έρχονται
κοπάδια-κοπάδια
από τη μαύρη θάλασσα
 
Έρχονται μόνο σε μένα
με τα πονηρά τους μάτια
γιομάτα ασήμι
έρχονται και ξαπλώνουν
πάνω στην απαλάμη μου
τα ερωτικά ψάρια
τα ζαλισμένα ψάρια
κι άλλοι γύρω τους ρίχνουν
δίχτυα και αγκίστρια
με λάδι και φώτα
για να τα πιάσουν
 
Όμως το μεγάλο ψάρι
που χρόνια ξέρει
αυτό το παιχνίδι
απλώνει τα χέρια του
βάζει τις φωνές
παίρνει πίσω τα ψάρια μου
στη βαθιά θάλασσα
 
Και μ’ αφήνει πάλι μόνο
μες στο έρμο λιμάνι
με τ’ άδεια μου χέρια
με τ’ άδειο καλάθι μου

 
Δεν είναι ο Οιδίποδας

Ένας μεγάλος ουρανό γεμάτος χελιδόνια
τεράστιες αίθουσες δωρικές κολώνες
τα πεινασμένα τα φαντάσματα
καθισμένα σε καρέκλες σε γωνίες
να κλαίνε
τα δωμάτια με τα νεκρά πουλιά
ο Αίγισθος το δίχτυ ο Κώστας
ο Κώστας ο ψαράς ο πονεμένος
ένα δωμάτιο γεμάτο τούλια πολύχρωμα που ανεμίζουνε
νεράντζια σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
και μπαίνουν μέσα
ο Κώστας ο Ορέστης ο Αλέξης
άλλοι γυρίζουνε στους δρόμους από το πανηγύρι
με φώτα με σημαίες με δένδρα
φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει κάτω
φωνάζουν τη Μαρία να κατέβει από τον Ουρανό
τ’ άλογα του Αχιλλέα πετούν στον ουρανό
βολίδες συνοδεύουνε το πέταμά τους
ο ήλιος κατρακυλάει από λόφο σε λόφο
και το φεγγάρι είναι ένα πράσινο φανάρι
γεμάτο οινόπνευμα
τότε νυχτώνει η σιωπή στους δρόμους
και βγαίνει ο τυφλός με το μπαστούνι του
παιδιά τον ακλουθούνε στις μύτες των ποδιών
δεν είναι ο Οιδίποδας
είναι ο Ηλίας της λαχαναγοράς
παίζει μιαν εξαντλητική θανάσιμη φλογέρα
είναι ο νεκρός Ηλίας της λαχαναγοράς
 
Η Τρίτη και η τέταρτη μέρα
Το πρωί έφεγγε ο ήλιος
τα δυο της στρογγυλά άσπρα γόνατα
σαν ήλιος
 μέσα σε πηγάδι
καφτός
άναβε τις κουρτίνες
 
Ο βραδινός μονόφθαλμος
άναψε τις κουρτίνες
κι ήταν μόνος
με το μαύρο πανί στο τρύπιο μάτι
μ’ αυτό που έβλεπε τον κόσμο
ροζ
τις νύχτες
 
Κι οι νύχτες
ήταν άγριες για όλους
κανείς δεν ξέχναγε το αίμα
περνούσαν έρχονταν
κάπνιζαν τα φουγάρα
κανείς δεν ξέχναγε το αίμα
έβγαινε ο παπάς
έβγαινε ο στρατιώτης
κι ήταν πάντα νύχτα
νύχτα μεγάλη
νύχτα
νύχτα
 

 [επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό…όπου ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]

 

Viewing all articles
Browse latest Browse all 121

Trending Articles