Στον άλλο γύρο κάποιοι δίκαιοι κερδίζουν την τοξίνη τους κι άλλα τέτοια που υπάρχουν ίσα για να στέκεσαι σ’ εκείνο το θαυμαστικό από κοινό χαρτί που σου επιφυλάσσουν στο τέλος
τα παρασυμπαθητικά μου
όταν φυσάει εκείνος ο εκδικητικός άνεμος
κι αφήνεται στην τύχη το κοβάλτιο
ρεμβώδες
οι μύστες κι άλλα ραδιενεργά πολύεδρα
οι φρένες σου ασταμάτητες κι η διαδήλωση
μισή αφίσα, πες λεμονοδάσος μέσα σου,
η άλλη μισή το κάτι σάπιο της Δανίας
οι χειρονομίες των άπληστων που εισάγονται
στα γενικά έξοδα με ιεροπραξίες
πιάνεσαι στα δίκρανα
χορωδίες αχινών καγχάζουν
κι οι Διάκριοι.
Πώς αντέχεις;
Στον άλλο γύρο κάποιοι δίκαιοι
κερδίζουν λέμε την τοξίνη τους
κι άλλα τέτοια που υπάρχουν
ίσα για να στέκεσαι στα πόδια σου.
Το κύκλωμά σου με τα πράγματα
η συστροφή του
η λογική του κυκλώματος
η ανάγκη για είδωλο
σαν πεινάς την αίσθηση
έστω σαρκώδης
όπως συγκεντρωτικός φακός
έστω εντερική
κι εκείνο το θαυμαστικό από κοινό χαρτί
που σου επιφυλάσσουνε
στο τέλος
Εξόν τα τζιτζίκια (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
και πρόσφατα που στέγνωνε με τα τζιτζίκια
λήγοντας του Αυγούστου.
Ούτε γι’ αυτό ρωτάς
κι ούτε για τίποτα.
Ποιος ν’ απαντήσει άλλωστε από την αίσθηση
ερήμωσε κι η όχθη ετούτη.
Κι ίσως γι’ αυτό να είναι το χαλίκι
που βρήκε η λύπη μου σαν ήταν φεγγαρόφωτο
σε μονοπάτια
και μόνο της αράχνης η καρδιά ακουγόταν
βαθιά στο χώμα.
Ύστερα εσχίστη κι άνοιξε.
Το γέλιο του ένα μανιτάρι
πέρα ως την άκρη του ουρανού.
Ο τρόμος κάτω βιαστικός έπνιγε τα έμβια
εις διαταγήν Ηρώδη Αντύπα.
Εξόν τα τζιτζίκια που αντιστέκονταν
πέφτοντας στην πύλη του αυγούστου.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
που μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.
Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ.
Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αιγίσθου:
διαβήτες, Κλυταιμήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που τέλειωσαν
το πρόβλημα της αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ - ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες.
Κόφ’ το λοιπόν να τελειώνουμε.
[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]
Θαυμαστικό από χαρτί (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Οι φωνές
τα φυσικά τα ενάλιατα παρασυμπαθητικά μου
όταν φυσάει εκείνος ο εκδικητικός άνεμος
κι αφήνεται στην τύχη το κοβάλτιο
ρεμβώδες
οι μύστες κι άλλα ραδιενεργά πολύεδρα
οι φρένες σου ασταμάτητες κι η διαδήλωση
μισή αφίσα, πες λεμονοδάσος μέσα σου,
η άλλη μισή το κάτι σάπιο της Δανίας
οι χειρονομίες των άπληστων που εισάγονται
στα γενικά έξοδα με ιεροπραξίες
πιάνεσαι στα δίκρανα
χορωδίες αχινών καγχάζουν
κι οι Διάκριοι.
Πώς αντέχεις;
Στον άλλο γύρο κάποιοι δίκαιοι
κερδίζουν λέμε την τοξίνη τους
κι άλλα τέτοια που υπάρχουν
ίσα για να στέκεσαι στα πόδια σου.
Το κύκλωμά σου με τα πράγματα
η συστροφή του
η λογική του κυκλώματος
η ανάγκη για είδωλο
σαν πεινάς την αίσθηση
έστω σαρκώδης
όπως συγκεντρωτικός φακός
έστω εντερική
κι εκείνο το θαυμαστικό από κοινό χαρτί
που σου επιφυλάσσουνε
στο τέλος
Εξόν τα τζιτζίκια (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Ούτε γι’ αυτό που σε γοήτευε,
το κουνέλι της φρυγμένης γης,και πρόσφατα που στέγνωνε με τα τζιτζίκια
λήγοντας του Αυγούστου.
Ούτε γι’ αυτό ρωτάς
κι ούτε για τίποτα.
Ποιος ν’ απαντήσει άλλωστε από την αίσθηση
ερήμωσε κι η όχθη ετούτη.
Κι ίσως γι’ αυτό να είναι το χαλίκι
που βρήκε η λύπη μου σαν ήταν φεγγαρόφωτο
σε μονοπάτια
και μόνο της αράχνης η καρδιά ακουγόταν
βαθιά στο χώμα.
Ύστερα εσχίστη κι άνοιξε.
Το γέλιο του ένα μανιτάρι
πέρα ως την άκρη του ουρανού.
Ο τρόμος κάτω βιαστικός έπνιγε τα έμβια
εις διαταγήν Ηρώδη Αντύπα.
Εξόν τα τζιτζίκια που αντιστέκονταν
πέφτοντας στην πύλη του αυγούστου.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Η φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα
ο δρόμος στένευε με λέξεις ψόφιεςπου μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι άσπρο.
Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ.
Σκεφτόμουνα πλάι σε ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αιγίσθου:
διαβήτες, Κλυταιμήστρες, τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που τέλειωσαν
το πρόβλημα της αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ - ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες.
Κόφ’ το λοιπόν να τελειώνουμε.
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]