Όταν έπαιρνα τους δρόμους κι απ’ το χώμα ανέβαιναν τα σίδερα και μεσ’ το αίμα σφάδαζε το ευχαριστώ, τότε σπάγκοι διέσχιζαν το δωμάτιο απ’ όλες τις πλευρές, δεν θα ’ταν φρόνιμο κανείς να τους τραβήξει, ένας από τους σπάγκους έσπρωχνε τα σώματα στον έρωτα κι εγώ έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
δε θα ξαναδώ πια τους φίλους μου
ο ένας φεύγει για το δίπλα δωμάτιο
το πρόσωπό του έγινε μαύρο
φόρεσε ένα πράσινο σκούρο ύφασμα
νύχτωσε
πια δε μιλάει
ο άλλος φεύγει για τ’ άλλο δωμάτιο
να βρει τις καρφίτσες
πρώτα όμως κρύφτηκε στις κουρτίνες
φοβήθηκε
ύστερα ανέβηκε στο παράθυρο
για να κοιμηθεί
ο άλλος έβγαλε τα παπούτσια του
με τρεμάμενα χέρια
πήρε τ’ άγαλμα
ζεστό
το πήγε στην κρεβατοκάμαρα
δεν ξέρει πώς να το στήσει
οι φίλοι μου φύγαν μακριά
δεν θα τους ξαναδώ
τους φίλους μου
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ (από την ποιητική συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)
ξύπναγε η κόρη του ψωμά η κουκουβάγια
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
Όταν κατέβαινα τον ποταμό
το μυστικό της μου μάτωνε τα στήθια
ο βυρσοδέψης δεν είχε που να κοιμηθεί
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
Όταν ανέβαινα τις σκάλες
και μπλέχονταν τα ορτύκια μεσ’ τα πόδια μου
και σέρνανε τον άνθρωπο από τα μαλλιά
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
Όταν κατέβαινα τις σκάλες
και με περίμεναν κάτω για να τους πω
και φύτρωναν τριαντάφυλλα στο νεροχύτη
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
Κι όταν πάλι έπαιρνα τους δρόμους
κι από το χώμα ανέβαινα τα σίδερα
και μεσ’ το αίμα σφάδαζε το ευχαριστώ
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
Η ΣΚΗΝΗ (από την ποιητική συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)
τους τοίχους τους είχαν στολίσει
με λουλούδια
απάνω στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτί
δυο σώματα ερωτικά
στο πάτωμα τριγύριζαν φίδια
και πεταλούδες
ένας μεγάλος σκύλος φύλαγε
στη γωνιά
Σπάγκοι διέσχιζαν το δωμάτιο απ’ όλες
τις πλευρές
δεν θα ’ταν φρόνιμο κανείς να τους τραβήξει
ένας από τους σπάγκους έσπρωχνε τα σώματα
στον έρωτα
Η δυστυχία απ’ έξω
έγδερνε τις πόρτες
[Μακριά σ’ έναν άλλο κόσμο, στο στήθος φυτρώνουν κοπάδια μαργαρίτες. Εκεί δυο άνθρωποι ψιθυρίζουν: τι κάνει την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι Ποιητής, κληρονόμος πουλιών που πρέπει, έστω και με σπασμένα φτερά να πετάει. Για του λόγου το αληθές…]
Οι φίλοι μου φεύγουν
ήρθαν να με χαιρετήσουνδε θα ξαναδώ πια τους φίλους μου
ο ένας φεύγει για το δίπλα δωμάτιο
το πρόσωπό του έγινε μαύρο
φόρεσε ένα πράσινο σκούρο ύφασμα
νύχτωσε
πια δε μιλάει
ο άλλος φεύγει για τ’ άλλο δωμάτιο
να βρει τις καρφίτσες
πρώτα όμως κρύφτηκε στις κουρτίνες
φοβήθηκε
ύστερα ανέβηκε στο παράθυρο
για να κοιμηθεί
ο άλλος έβγαλε τα παπούτσια του
με τρεμάμενα χέρια
πήρε τ’ άγαλμα
ζεστό
το πήγε στην κρεβατοκάμαρα
δεν ξέρει πώς να το στήσει
οι φίλοι μου φύγαν μακριά
δεν θα τους ξαναδώ
τους φίλους μου
Η ΔΙΑΔΡΟΜΗ (από την ποιητική συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)
Όταν ανέβαινα τους δρόμους
και το φεγγάρι μου έκαιγε τα χέριαξύπναγε η κόρη του ψωμά η κουκουβάγια
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
Όταν κατέβαινα τον ποταμό
το μυστικό της μου μάτωνε τα στήθια
ο βυρσοδέψης δεν είχε που να κοιμηθεί
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
Όταν ανέβαινα τις σκάλες
και μπλέχονταν τα ορτύκια μεσ’ τα πόδια μου
και σέρνανε τον άνθρωπο από τα μαλλιά
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
Όταν κατέβαινα τις σκάλες
και με περίμεναν κάτω για να τους πω
και φύτρωναν τριαντάφυλλα στο νεροχύτη
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
Κι όταν πάλι έπαιρνα τους δρόμους
κι από το χώμα ανέβαινα τα σίδερα
και μεσ’ το αίμα σφάδαζε το ευχαριστώ
τότε έβγαινα και φώναζα τη Νύχτα
Η ΣΚΗΝΗ (από την ποιητική συλλογή ΜΕ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ 1952)
Απάνω στο τραπέζι είχαμε στήσει
ένα κεφάλι από πηλότους τοίχους τους είχαν στολίσει
με λουλούδια
απάνω στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτί
δυο σώματα ερωτικά
στο πάτωμα τριγύριζαν φίδια
και πεταλούδες
ένας μεγάλος σκύλος φύλαγε
στη γωνιά
Σπάγκοι διέσχιζαν το δωμάτιο απ’ όλες
τις πλευρές
δεν θα ’ταν φρόνιμο κανείς να τους τραβήξει
ένας από τους σπάγκους έσπρωχνε τα σώματα
στον έρωτα
Η δυστυχία απ’ έξω
έγδερνε τις πόρτες
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Μίλτου Σαχτούρη, για να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό…όπου ΔΥΟ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ψιθυρίζουν: τι κάνει; την καρδιά μας καρφώνει; Ναι την καρδιά μας καρφώνει! Ώστε λοιπόν είναι ποιητής!]