Φωνή μου ράτσα υψικάμινου από πλευρό ανοιχτό του αίλουρου, αυτό που τρίζει μέσα στη σιωπή είναι το μονοπάτι σου που τώρα μόνο του πάει και πάει κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα
Με τι ακόμα να μετρούσα της γενιάς μου
το εμβαδόν;
Με τι άλλο.
Ο πλανήτης έτριζε από αιμοφιλία
απ’ της γενιάς μου όλα τα έναστρα
τις εννιά στοίβες όνειρα που έδωσα
όλα σπάνιες πέτρες
να φύγει ο κόμπος στο λαιμό.
Ο πλανήτης έτριζε
με τις περήφανες σιωπές μου
τα συνομήλικά μου σχήματα τις φωταψίες
τα μανουάλια που
ακόμα φέγγουνε όλα σ’ εκκλησιές κρυφές.
Όμως το ρήγμα στον κρόταφο
απ τη ριπή σου πίκρα
εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση
στον κρόταφο.
Φωνή μου ράτσα υψικάμινου (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
τρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.
Φωνή μου ράτσα υψικαμίνου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ’ τα εννιά σχοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις, φτύσ’ τους.
Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.
Η όψη σου όταν ρωτάς (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Θυμήσου: το μαχαίρι μου ασκείται
συνέχεια στο δίκαιον.
Ρωτάς για τη ρωγμή στο τοίχο
που στάζει τον αμίλητο.
Ρωτάς για έξοδο, για τη ρωγμή σου.
κι αχνάρια πίσω του τα αίματα;
Αυτό που τρίζει μέσα στη σιωπή
είναι το μονοπάτι σου
που τώρα μόνο του πάει και πάει.
[Μα πού είναι λοιπόν τα τόξα που μας ξέσκισαν τον νου; Δεν υπάρχουν ξίφη για άλλες πληγές; Πού πήγαν λοιπόν οι άγγελοι; Τόσο πολύ προσπεράσαμε τα κυανά όνειρα των φτερών τους; Ποιο κορυφαίο σπόνδυλο απ’ τη σιωπή δεν έχουμε; Σφαγμένη εντός μας μια ερώτηση δεν λέει να σωπάσει. Αρχέγονο εργαλείο πλειστόκαινο μια κοφτερή προεξοχή στο πάθος μου, απλώνει ο χρόνος στο λιθόστρωτο… Πού θα πιάσει ρίζα αυτό το σπέρμα; Εντός μου η νύχτα ταξιδεύει στα ύφαλα του ονείρου]
Ρήγμα στον κρόταφο (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
το εμβαδόν;
Με τι άλλο.
Ο πλανήτης έτριζε από αιμοφιλία
απ’ της γενιάς μου όλα τα έναστρα
τις εννιά στοίβες όνειρα που έδωσα
όλα σπάνιες πέτρες
να φύγει ο κόμπος στο λαιμό.
Ο πλανήτης έτριζε
με τις περήφανες σιωπές μου
τα συνομήλικά μου σχήματα τις φωταψίες
τα μανουάλια που
ακόμα φέγγουνε όλα σ’ εκκλησιές κρυφές.
Όμως το ρήγμα στον κρόταφο
απ τη ριπή σου πίκρα
εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση
στον κρόταφο.
Πρώτον: σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς
κι ύστερα καλή μ’ αυτούς φιλεναδίτσατρυφερή
υποσχετική
οι αχρείοι.
Φωνή μου ράτσα υψικαμίνου από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της ανηφόρας
απ’ τα εννιά σχοινιά του βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο σύρμα.
Μην ξεχάσεις, φτύσ’ τους.
Ας περιμένουν να σε σβήσω με νερό
ή κατά τες συνταγές αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.
Η όψη σου όταν ρωτάς (από τη συλλογή ΔΙΗΓΗΣΗ)
Θυμήσου: το μαχαίρι μου ασκείται
συνέχεια στο δίκαιον.
Ρωτάς για τη ρωγμή στο τοίχο
που στάζει τον αμίλητο.
Ρωτάς για έξοδο, για τη ρωγμή σου.
Η όψη σου όταν ρωτάς νησί της άβυσσος.
Πώς σέρνεται με τη λαβωματιά σε θάμνακι αχνάρια πίσω του τα αίματα;
Αυτό που τρίζει μέσα στη σιωπή
είναι το μονοπάτι σου
που τώρα μόνο του πάει και πάει.
[επιλογές λέξεων από ποιητικές συλλογές του Έκτοτα Κακναβάτου, σε σένα που ποιος ξέρει πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω απ’ την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα. Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω, όχι να σε βρω. Σου φωνάζω: «σ’ όλα τα στέρνα κάρφωσε το φως κι ύστερα τίποτα πια εξόν το νόημά σου»]